Ο τίτλος αυτής της πρώτης, υπό την στέγη του Λεξιτύπου, δικής μου καταχώρησης είναι επίσης – εξαιρουμένων των δύο τελευταίων λέξεων, ασφαλώς- ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Ronald Dworkin. Είναι, όμως, και ένας τίτλος παραπλανητικός διότι το παρόν γράφεται χωρίς να έχω διαβάσει λέξη από τις τελευταίες ανησυχίες του Ronnie και, φυσικά, χωρίς την παραμικρή διάθεση σχολιασμού του βιβλίου. Πήγα, παρόλα αυτά, στην παρουσίαση του πονήματος στην Οξφόρδη και άκουσα με προσοχή τα όσα είχε να πει ο συγγραφέας για τα χάλια του πολιτικού διαλόγου στις Η.Π.Α. Ακολούθως, έκανα το μεγάλο σφάλμα να παρακολουθήσω το περίφημο youtube debate στο CNN με την συμμετοχή των υποψηφίων για το χρίσμα των δημοκρατικών με φόντο, φυσικά, τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Για τους λίγους που δε γνωρίζουν το πνεύμα του συγκεκριμένου προγράμματος, ζητήθηκε από τους ψηφοφόρους να ανεβάσουν ένα σύντομο βίντεο στο youtube απευθύνοντας ένα ερώτημα σε έναν από τους υποψηφίους. Τα «καλύτερα» από αυτά επελέγησαν από τους δημοσιογράφους του καναλιού και απαντήθηκαν από τους υποψηφίους. Τι είδε ο Dworkin στο debate; Λίγο-πολύ όσα είχε ήδη αναπτύξει στην παρουσίαση του βιβλίου του.
Έλεγε, λοιπόν, ο χαρισματικός Ronnie στους εκατοντάδες προπτυχιακούς που κρέμονταν από τα χείλη του και στους λίγους μεταπτυχιακούς που νύσταζαν ότι οι συμπατριώτες του έχουν ανάγκη από εκπαίδευση στο παιχνίδι της πολιτικής επιχειρηματολογίας. Συζητούν, μας είπε, οι πολιτικοί της χώρας του περί ανέμων και υδάτων, αναπαράγουν συνθήματα και δεν μπορούν να αρθρώσουν ένα απλό modus ponens. Μπορούν, όμως, να διασώζονται παρά την τραγική αυτή αδυναμία τους διότι, απλούστατα, ο μέσος Αμερικανός μεγαλώνει με πολιτικά συνθήματα και όχι με πολιτικά επιχειρήματα: στα 18 του χρόνια, λοιπόν, ξέρει μόνο ότι οι Ρεπουμπλικάνοι είναι καλοί και οι Δημοκρατικοί κακοί ή το αντίστροφο και, συνεπώς, έχει ελάχιστη σημασία το τι λένε οι πολιτικοί – αρκεί να φορούν την κατάλληλη κονκάρδα. Τι είδα εγώ στο debate; Ακριβώς αυτό που περιγράφει ο Dworkin – και ας δώσω και δύο παραδείγματα. Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, μεγάλο μέρος των ερωτήσεων επικεντρώθηκε στην επέμβαση στο Ιράκ. Η μόνιμη επωδός ήταν ότι ο αμερικανικός στρατός πρέπει να φύγει από την περιοχή. Φυσικά, κανείς δεν έκανε τον κόπο να μας εξηγήσει κατά πόσον είναι προβληματικό ηθικά όχι μόνο το να εισβάλεις σε μία χώρα αλλά και το να αποχωρείς από αυτήν εν μέσω ενός χάους που, στο κάτω-κάτω, εσύ δημιούργησες! Ακόμα χειρότερα, όμως, κανείς δεν έκανε τον κόπο να μας εξηγήσει το δίλημμα: γιατί να μείνει κανείς στο Ιράκ και γιατί να φύγει; Τι θα γίνει αν πράξει το πρώτο ή το δεύτερο; Να και το ponens που λέγαμε: αν φύγουμε από την περιοχή θα πετύχουμε αυτό το πολύ θετικό αποτέλεσμα και, άρα, πρέπει να φύγουμε από την περιοχή. None of that όμως, που λένε και στο Ohio. Στο δε ζήτημα της οπλοκατοχής επιστρατεύθηκε η κοινοτοπία: μόνο όσοι δεν είναι εγκληματίες ή παράφρονες θα πρέπει να φέρουν όπλο, μας είπαν οι υποψήφιοι. Πάλι καλά δηλαδή… Και πού ακριβώς είναι το πολιτικό/ηθικό/κοινωνικό διακύβευμα της οπλοκατοχής από νομοταγείς και υγιείς ψυχικά – ή μήπως δεν υπάρχει καν τέτοιο; Το ερώτημα είναι αν θα δίνουμε όπλα σε θεότρελους εγκληματίες; I shot the sheriff που λένε και στο χωριό μου…
Σας θυμίζει κάτι από όλα αυτά την ελληνική πραγματικότητα; Όλως περιέργως δεν μας είναι άγνωστα όλα αυτά, νομίζω. Οι δικοί μας πολιτικοί έχουν, φυσικά, μία τεράστια διαφορά σε σχέση με τους συναδέλφους τους από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ναι μεν δεν επιχειρηματολογούν, ναι μεν αναπαράγουν ξύλινα συνθήματα, αλλά μπορούν όσο κανείς άλλος σε τούτη την πλάση να μιλούν ακατάπαυστα υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Μπορεί να ορύεται ο συντονιστής, να ουρλιάζουν οι άλλοι καλεσμένοι και να σκάνε βόμβες απ’ έξω – ο έλλην πολιτικός δεν κομπιάζει και προχωρά προς τη δόξα. Όταν κάποτε καταφέρει κανείς να ξεχωρίσει μια-δυο λέξεις εν μέσω κραυγών, απολαμβάνει επιχειρήματα του κάτωθι βεληνεκούς. «Τόσα χρόνια που ήσασταν κυβέρνηση (οι μεν 3,5 οι δε 20) γιατί δεν κάνατε αυτά που υπόσχεστε τώρα;». Αυτό εκτοξεύεται ως ερώτημα ρητορικόν: ο εκτοξευτήρας (και ουχί εκτοξεύων, καθότι όργανο) έχει πεισθεί ότι μόνο τρεις απαντήσεις υπάρχουν εδώ. Πρώτον, επειδή δε θέλατε, δεύτερον, επειδή δεν μπορούσατε και τρίτον, επειδή ούτε θέλατε ούτε μπορούσατε. Μόνο που οι πιθανές απαντήσεις είναι απεριόριστες: δεν προλάβαμε, δεν ήταν κατάλληλες οι συνθήκες, δεν ήταν στις προτεραιότητες μας, δεν υπήρχαν χρήματα, μας έβαλαν εμπόδια ή έστω δεν μας έκοψε βρε αδερφέ! Τώρα που όλα αυτά έχουν διορθωθεί, ήρθε η ώρα να τα κάνουμε κι αυτά που παραλείψαμε – απλό δεν είναι; Μας λένε τα κόμματα της Αριστεράς για το άρθρο 16: «η αναθεώρησή του σημαίνει κατάργηση της δωρεάν παιδείας»! Διότι, προφανώς, όπου υπάρχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν μπορούν να υπάρχουν και δημόσια και μάλιστα πολύ καλά – ηλίου φαεινότερον. Ή ακόμα καλύτερα, «αυτά είναι νεοφιλελεύθερες πολιτικές» και αυτό είναι κακό και αίσχιστο – παρά το γεγονός ότι κανείς δεν έχει καταλάβει τι διάολο είναι αυτός ο «νεοφιλελευθερισμός». Αποτέλεσμα των συζητήσεων αυτού του επιπέδου είναι να μην απευθύνονται οι συμμετέχοντες στους πολίτες αλλά στους τηλεοπτικούς δημοσιογράφους. Διότι αν κερδίσεις το δημοσιογράφο-Κριτή, θα κερδίσεις και τις εντυπώσεις στο τέλος. Και αν κερδίσεις τις εντυπώσεις στο τέλος, μπορεί και να κερδίσεις τις ψήφους όσων δεν άκουσαν ακριβώς αυτά που ήθελαν να ακούσουν από το στόμα σου. Σύνθημα και συμπάθεια, λοιπόν, και καλή συγκομιδή.
Εδώ ίσως να αναρωτιέται κανείς αν έκανε η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα. Απέκτησαν δηλαδή οι ραδιοτηλεοπτικοί δημοσιογράφοι τεράστια δύναμη και ανάγκασαν τους πολιτικούς μας να αγωνίζονται για την έυνοιά τους ή δεν είχαν οι πολιτικοί τι να πουν και πήραν τα ηνία οι Χατζηνικολάου αυτού του κόσμου; Νομίζω πως η λογική λέει ότι συνέβη το δεύτερο: όταν ακόμα δεν υπήρχε τηλεόραση -ή και ραδιόφωνο- οι πολιτικοί μας διοργάνωναν συγκεντρώσεις με πλαστικά σημαιάκια και εκτόξευαν συνθήματα που επαναλάμβανε ο –κατά τα λοιπά- κυρίαρχος λαός σε κατάσταση ιερής έκστασης. Έτσι, έγιναν απείρως χρησιμότεροι οι καλοί συνθηματολόγοι και οι βροντόλαλοι των κομματικών νεολαιών και μπήκαν στο περιθώριο όσοι είχαν κάτι να πουν σε μία συζήτηση. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπουμε σήμερα: πολιτικά (και ενίοτε και κυριολεκτικά) αγράμματοι που ποζάρουν στα παράθυρα απευθυνόμενοι στον «απλό πολίτη» και υποκλινόμενοι στον παρουσιαστή του δελτίου των 20:00. Και, φυσικά, δύσμοιροι κληρονόμοι των κουβαλητών πλαστικών σημαιών που μάλλον δε θα δουν πριν το τέλος του βίου τους πολιτικές συζητήσεις στην τηλεόραση – είτε θα επιθυμούσαν κάτι τέτοιο είτε όχι. Όσο για τους ίδιους τους κουβαλητές, μάλλον είναι ικανοποιημένοι γιατί δεν βγάζουν κάλους στις διαδηλώσεις και όλη η δουλειά γίνεται στα ΜΜΕ.
Και τώρα, με ιδιαίτερη χαρά και ακολουθώντας το παράδειγμα του νεωτέρου των συνιστολόγων θα προχωρήσω σε μία χαριτωμενιά προς τόνωση της εμπορικής δύναμης του συνιστολογίου. Ιδού, λοιπόν, το top ten των ανθρώπων που θα ήθελα να βλέπω όσο το δυνατόν περισσότερο στην τηλεόραση σε αυτή την προεκλογική περίοδο – η σειρά είναι τυχαία.
1) Γιώργος Καρατζαφέρης – διότι θριαμβεύει σε ένα δύσκολο για τον Έλληνα είδος: την stand–up comedy.
2) Αλέκα (χωρίς επώνυμο – το έχει κερδίσει αυτό) – γιατί κάθε φορά που χαρακτηρίζει κάτι «αντιδραστικό» (προς τι αραγε για να είναι τόσο μεγάλο έγκλημα;) μου θυμίζει τα πανέμορφα τοπία μίας περιοχής που θα ήθελα πολύ να επισκεφθώ κάποτε: και το όνομα αυτής Σιβηρία.
3) Έφη Σαρρή – γιατί η διαφορά ανάμεσα στους καλλιτέχνες/αθλητές/κοκ υποψηφίους που δεν ξέρουν τι λέει το άρθρο 24 ή τι είναι το ΑΕΠ και σε αυτούς που ξέρουν είναι ότι οι πρώτοι το παραδέχονται. Από την άλλη, όσοι σοκαρίστηκαν τώρα με την Εφούλα, είχαν απατηλά οδηγηθεί στην εντύπωση ότι ο Βασιλείου, η Κούρκουλα και η Ανουσάκη ήταν μέλη της Ακαδημίας Αθηνών που στον ελεύθερο χρόνο τους έπαιζαν σε σκουπιδοταινίες/σειρές; Άλλωστε, τι είχαμε τι χάσαμε;
4) Γιάννης Ιωαννίδης – γιατί έσπασε τραπέζ(ι)α σε συνεντέυξεις τύπου, κατέστρεψε τον πληρέστερο έλληνα shooting guard, πλάκωσε παίχτη του στον πάγκο και έδωσε καινούργιο νόημα στη φράση «πίνουν νερό στο όνομά του». Και τώρα, φέρνει αυτό το αδαμάντινο ήθος και στο Κοινοβούλιο.
5) Αλέκος Αλαβάνος – γιατί η ανεπανάληπτη ικανότητά του να είναι γοητευτικά ασυνάρτητος δεν είναι τίποτα μπροστά στο κατόρθωμά του να κάνει τον κόσμο να πάρει στα σοβαρά τον Πολύδωρα και τη γελοία δήλωσή του για τους απολογητές των επεισοδίων. Έκτοτε, στο καφενείο να κάθεσαι και να πεις κακή κουβέντα για τους κουκουλοφόρους έναν κίνδυνο να σου την πέσει ο Αλέκος τον διατρέχεις.
6) Φάνη Πάλλη-Πετραλιά – γιατί όποιος έχει γίνει τόσες φορές ρεζίλι δημοσίως και εξακολουθεί όχι μόνο να εκτίθεται (από κάθε άποψη) στο δημόσιο βίο αλλά και να εκλέγεται (!) αξίζει του σεβασμού μας και της τηλεθέασής μας.
7) Γιώργος Παπανδρέου – γιατί μία ματιά του ρίχνεις και σηκώνεις το τηλέφωνο για να ανανεώσεις την συνδρομή στο γυμναστήριο και να κλείσεις δάσκαλο ιστιοσανίδας. Με τόση παχυσαρκία και αγυμνασιά, και μόνο γι’ αυτό του αξίζει να κυβερνήσει τον τόπο.
8 ) Γεράσιμος Γιακουμάτος – όταν τον είδα χωρίς μουστάκι φοβήθηκα ότι θα την πάταγε όπως ο Σαμψών αλλά το «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» ήταν εκτός γνωστικού πεδίου του Μάκη κι έτσι αναγέννηθηκε από τις στάχτες του και χαρίζει ακάθεκτος στιγμές παραδοσιακού ελληνικού γέλιου στο λαό.
9) Nievskii ή Ευάγγελος Πολυμερόπουλος – γιατί ο ποιοτικός και σεμνός πολιτικός λόγος είναι απαραίτητος στην ελληνική τηλεόραση και ο κ. Πολυμερόπουλος αποδεικνύει ότι ο φιλελεύθερος είναι, πριν από οτιδήποτε άλλο, ανεκτικός (tolerant για τους αγγλόφωνους). Άλλωστε, πάντα θαύμαζα τους νταήδες του διαδικτύου.
10) Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος – γιατί έχει τη φινέτσα του D’ Estaing, το χάρισμα του Churchill και τον σκοτεινό δυναμισμό του Putin και σίγουρα θα έλεγε απείρως πιο ενδιαφέροντα πράγματα από την ξύλινη συνθηματολογία και τους μισαλλόδοξους αφορισμούς του προέδρου του. Και είναι και πρότυπο λαϊκού εραστή από σήριαλ του Ant1.