Πολύτιμη βοήθεια για το άρθρο αυτό μου παρέσχε το εμπεριστατωμένο άρθρο της Αθηνάς Κοτζάμπαση, Καθηγήτριας στο Αριστοτέλειο, βλ. εν: http://www.kethi.gr/greek/meletes.
Αντικείμενο των σκέψεων που ακολουθούν αποτελεί η νομιμότητα (όχι η πολιτική ή άλλη σκοπιμότητα) του παρόντος νομικού καθεστώτος του σχετικού με την διοικητική και δικαιοδοτική θέση των μουσουλμάνων μουφτήδων στην Δ. Θράκη. Και λέγοντας νομιμότητα εννοώ βεβαίως την συνταγματικότητα και την εναρμόνιση με τα διεθνή κείμενα προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων που εξασφαλίζει (ή δεν εξασφαλίζει) το σημερινό καθεστώς.
Ποιο είναι όμως ακριβώς το καθεστώς αυτό;
Υπάρχει μια αρκετά διαδεδομένη παρεξήγηση σχετικώς, ότι τάχα η δικαιοδοσία των μουφτήδων προβλέπεται ή επιβάλλεται από την Συνθήκη της Λωζάννης. Ουδέν αναληθέστερον. Στα σχετικά περί προστασίας των μειονοτήτων άρθρα της Συνθήκης γίνεται αναφορά στο άρ. 42 παρ. 1 ότι «The Turkish Government undertakes to take, as regards non-Moslem minorities, in so far as concerns their family law or personal status, measures permitting the settlement of these questions in accordance with the customs of those minorities» (κατ’ άρ. 45 ισχύει αναλόγως και για την Ελλάδα), πράγμα που παρασάγγας απέχει όμως από ιδιάζουσα δωσιδικία των εκατέρωθεν θρησκευτικών ηγετών. Πράγματι, κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να ζητήσῃ να κρίνῃ π.χ. τις περί κληρονομιών διαφορές των Ρωμιών ο Πατριάρχης. Η προστασία των σχετικών εθίμων (όχι απαραιτήτως νόμων) θα μπορούσε να γίνῃ με την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων από κρατικά δικαστήρια και όχι βέβαια με την απονομή αυτής της δικαιοδοσίας στον μουφτή.
Εν πάσῃ περιπτώσει η ενδεχόμενη ιδιαιτερότητα καλύπτει κατά την Συνθήκη μόνο δύο πεδία: οικογενειακό δίκαιο και προσωπική κατάσταση. Όχι όμως και κατά τον ελληνικό νόμο, ο οποίος αγαπᾴ τα χαντίθ περισσότερο και από τους Τούρκους: στην δικαιοδοσία του μουφτή περιλαμβάνονται κατά τον Ν. 147/1914 «Tα του γάµου των εις µουσουλµανικόν ή ισραηλιτικόν θρήσκευµα ανηκόντων, ήτοι τ’ αφορώντα εις την νόµιµον σύστασιν και την διάλυσιν του γάµου και εις τας συνεστώτος αυτού προσωπικάς σχέσεις των συζύγων και τα των συγγενικών δεσµών διέπονται υπό του ιερού αυτών νόµου και κρίνονται κατ’ αυτόν», ενῴ ο ισχύων Ν. 1920/1991 υπερθεματίζει: «… επί γάµων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, χειραφεσίας ανηλίκων [κατηργημένος θεσμός], ισλαµικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Iερό Mουσουλµανικό Nόµο». Η δε νομολογία των δικαστηρίων προχωρεί ακόμη παραπέρα, αναθέτοντας στον μουφτή και τα ζητήματα γονικής μέριμνας, τα οποία όμως σε κανέναν νόμο δεν αναφέρονται. Εξ αυτών λοιπόν τοὐλάχιστον οι διαθήκες και η γονική μέριμνα δεν είναι ούτε οικογενειακό δίκαιο ούτε αναφέρονται στο προσωπική κατάσταση, άρα αυτό το πολύ σημαντικό κομμάτι δεν απολαύει της προστασίας της Συνθήκης της Λωζάννης.
Το μουσουλμανικό ιεροδίκαιο συνεπώς απολαύει στα υπόλοιπα αναφερθέντα πεδία υπερνομοθετικής τυπικής ισχύος. Αυτό καθόλου δεν το εμποδίζει όμως να αντίκηται στο Σύνταγμα. Τα προβλήματα αντισυνταγματικότητας που παρουσιάζει είναι περίπου τα εξής:
− Απηγορευμένη διάκριση βάσει θρησκεύματος. Από τον κύκλο των Ελλήνων πολιτών διαχωρίζονται κάποιοι, οι οποίοι υπάγονται σε διαφορετικό νομικό καθεστώς από ό,τι οι συμπολίτες τους, αδιαφόρως του αν αυτό το νομικό καθεστώς είναι ή δεν είναι ευνοϊκώτερο για αυτούς (παλαιότερα ίσχυε κάτι παρόμοιο και για τους εβραίους). Απαγορεύονται και οι νόμοι του τύπου «όσοι είναι καλοί ορθόδοξοι χριστιανοί, παίρνουν επίδομα» και οι νόμοι του τύπου «όσοι είναι εβραίοι, πληρώνουν μεγαλύτερο φόρο».
– Ανισότητα ενώπιον του νόμου, και μάλιστα πολλαπλή: εισάγεται ειδικό δίκαιο για τους μουσουλμάνους της Θράκης, αλλά όχι των Δωδεκανήσων, για τους μουσουλμάνους, αλλά όχι για τους εβραίους κ.λπ.
– Αποστέρηση του φυσικού δικαστή. Φυσικός δικαστής είναι πρώτα από όλα ο δικαστής και όχι βέβαια ένα δευτερεύον κατά το ισλαμικό δίκαιο όργανο όπως ο μουφτής (κατ’ εξοχήν δικαιοδοτικό όργανο στο Ισλάμ είναι ο αλήστου μνήμης κατής· ο μουφτής είναι κάτι σαν ερμηνευτής που εκδίδει γνωμοδοτήσεις). Σημειωτέον ότι ο μουφτής διορίζεται και δεν εκλέγεται ακριβώς επειδή και ο δικαστής διορίζεται και δεν εκλέγεται.
– Προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας, τόσο αρνητικώς όσο και θετικώς. Αρνητικώς, διότι υπάγεται υποχρεωτικώς στην δικαιοδοσία του μουφτή οποιοσδήποτε κατά τεκμήριο είναι μουσουλμάνος, επειδή π.χ. κατάγεται από μουσουλμανική οικογένεια ή φέρει μουσουλμανικό όνομα, όντας αναγκασμένος να ανταποδείξῃ μόνο προβάλλοντας την τυχόν διαφορετική θρησκευτική του πίστη ή την αθεΐα του. Και θετικώς, διότι υποχρεώνεται να προσφύγῃ στον μουφτή ακόμη και ο μουσουλμάνος που δεν το επιθυμεί, για οποιονδήποτε λόγο, εξαναγκάζεται δηλαδή να υποστῄ παρά την θέλησή του συνέπειες που συνδέονται με την ένταξή του στην κρατούσα θρησκευτική πίστη. Έχει προταθεί βέβαια το ορθόν να θεωρήται η αρμοδιότητα του μουφτή όχι αποκλειστική, αλλά συντρέχουσα, αλλά αυτά είναι ασπιρίνες.
Σημειωτέον ότι όλες αυτές οι αντιρρήσεις δεν έχουν θίξει ακόμη την ουσία του αποδιδόμενου δικαίου. Θα ίσχυαν δηλαδή στο ακέραιο, ακόμη και αν το μουσουλμανικό ιεροδίκαιο δεν βαρυνόταν ούτε με σκιά αντίθεσης στα ατομικά δικαιώματα. Πολλού γε και δει βέβαια, όπως με όλα τα θρησκευτικά δίκαια.
Κατ’ αρχάς δεν υπάρχει κάτι το εξωπραγματικό στην εφαρμογή, ακόμη και από κοσμικά δικαστήρια, θρησκευτικού δικαίου, όσο και αν αυτό φαίνεται παράξενο και όσο και αν εκ πρώτης όψεως απειλῄ την θρησκευτική ελευθερία. Υπάρχουν ελληνικές αποφάσεις οι οποίες, προκειμένου να διαγνώσουν το υποστατό ενός γάμου, καταφεύγουν στην ερμηνεία κανόνων Οικουμενικών Συνόδων. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό· μια έννομη τάξη μπορεί να παραπέμπῃ όπου θέλῃ και να ενσωματώνῃ τους κανόνες οποιασδήποτε έννομης τάξης. Το πρόβλημα αρχίζει όταν η παραπεμπόμενη έννομη τάξη δεν συνᾴδῃ με βασικές αξιολογήσεις της παραπέμπουσας. Το τι οφείλει να επικρατήσῃ περιττό να το αναφέρω.
Ιδού λοιπόν μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα σύγκρουσης του μουσουλμανικού ιεροδικαίου με την συνταγματική ελληνική (αλλά και τουρκική!) αρχής της ισότητας των φύλων:
− Στο μουσουλμανικό ιεροδίκαιο η γυνή δεν είναι ίση με τον άντρα τον πολλά βαρύ, δεν δικαιούται διατροφή όπως την γνωρίζουμε, παρά μόνο ενδεχομένως ένα είδος αποζημίωσης (νικιάχ), δεν έχει αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, δεν υπάρχει συναινετικό διαζύγιο υπό την τρέχουσα νομική έννοια, οι λόγοι διαζυγίου είναι σχεδόν όλοι εις βάρος της, υπάρχει το διαβόητο ιδιωτικό διαζύγιο τάλακ υπέρ του ανδρός κ.λπ. Κλασσική περίπτωση αντίθεσης στην ελληνική δημόσια τάξη θεωρείται και το –μη εφαρμοζόμενο εξ όσων γνωρίζω– έθιμο της πολυγαμίας.
Συμπέρασμα: οι Ν. 147/14 και 1920/91 μπορούν αβλαβώς να καταργηθούν, χωρίς να παραβιάσῃ η Ελλάς διεθνή τινα υποχρέωση και χωρίς να παραβλαβῄ το επίπεδο προστασίας της μουσουλμανικής μειονότητας στην Δ. Θράκη (πολλῴ δε μάλλον που α) δικαιώματα δεν έχουν οι μειονότητες, αλλά οι άνθρωποι, β) όπως όλες οι διατάξεις διεθνών συμβάσεων που δεν άπτονται ατομικών δικαιώματων, και η συγκεκριμένη τελεί υπό τον όρο της αμοιβαιότητας). Απεναντίας, με την κατάργηση που προτείνω όχι μόνο θα εξασφαλιστῄ και για αυτούς, ιδίως δε τις γυναίκες τους, το ίδιο επίπεδο ευνομίας που απολαμβάνουν και οι λοιποί πολίτες, αλλά και θα ανοίξῃ ο δρόμος και για την ικανοποίηση του πάγιου και κατά τα λοιπά δίκαιου αιτήματός τους: της εκλογής του μουφτή.