Archive for the ‘Φιλοσοφικά’ Category

Μονόπρακτο περί δεξισμού

15 Δεκεμβρίου 2007


Dramatis personae:


Ολοφυρόμενος Αριστεριστής

Ωρυόμενος Αριστεριστής

Αλαλάζων Αριστεριστής

Συνιστολόγος

Χορός Ευαισθήτων Κυριών με Φιλοσοφικάς Ανησυχίας

Κάποτε στον 21ο αιώνα. Κάπου στην πεπολιτισμένη Δύση. Ίσως σε κάποιο σεμινάριο πολιτικής φιλοσοφίας. Ίσως στο Εθνικό Συμβούλιο του ΠΑΣΟΚ.

Ολοφυρόμενος Αριστεριστής: (κατηφής, χαμηλόφωνα, αλλά με εξάρσεις της έντασης της φωνής σε κρίσιμα σημεία) Πολλές είναι οι συμφορές μέσα στον κόσμο, αλλά καμιά δεν μοιάζει με την συμφορά που βαραίνει εμάς τους αριστεριστές. Εμείς, οι λίγοι, η μειονότητα που συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε κυρίως το αριστερό μας χέρι, είμαστε παντού ξένοι, παντού παρείσακτοι, παντού ιδιόμορφοι. Όταν γράφουμε με το μολύβι, όταν κόβουμε με το ψαλίδι, όταν οπλίζουμε το G3, όταν ψήνουμε ένα καφφέ, όταν οδηγούμε, όταν, όπως τώρα, πιάνουμε το έρμο το ποντίκι του υπολογιστή, παντού και πάντα η τυραννία των δεξιστών μας κατατρέχει. Αιώνες καταπίεσης μας κυνηγούν, όταν οι πατέρες μας και οι προπατέρες μας τιμωρούνταν στο σχολείο, επειδή έγραφαν με το αριστερό, ή, ακόμα χειρότερα, έκαναν τον σταυρό τους με το αριστερό χέρι. Το ίδιο μας το όνομα, αριστεριστής, είναι ένα σύμβολο καταπίεσης, μια προσπάθεια των δεξιστών να ξορκίσουν ευφημιστικά τον λαιό τρόμο που είχε δημιουργήσει η προκατάληψή τους. Η Γη περιστρέφεται προς τα δεξιά, ο Υιός κάθηται εκ δεξιών του Πατρός και οι ευνοϊκοί οιωνοί πετούν προς τα δεξιά από τότε που ο δεξιστικός ολοκληρωτισμός έδειξε για πρώτη φορά το απαίσιο πρόσωπό του. «Να πάνε όλα δεξιά», «δεξιοτέχνης» και «αδέξιος», «μπαίνω με το δεξί» είναι τα αιώνια γλωσσοκοινωνιολογικά σύμβολα της καταπίεσής μας. Σε ένα κόσμο φτειαγμένο από δεξιστές, με δεξιστές και μόνο για δεξιστές καλούμαστε να επιβιώσουμε εμείς, τα απολωλότα ερίφια της ζωής.

Χορός Ευαισθήτων Κυριών

με Φιλοσοφικάς Ανησυχίας: (έκπληκτες και έντρομες) Ωχού, τα καημενούλια μου!

Ωρυόμενος Αριστεριστής: (με αυτοπεποίθηση και ελαφρό στόμφο) Ναι∙ αλλά τώρα αντιπαλεύουμε με ορμή την καταπίεση. Νέος αιώνας ανατέλλει, όπου δεν θα υπάρχουν πάνω στην γη αριστεριστές και δεξιστές, παρά μόνο άνθρωποι, δεν θα υπάρχουν προκαταλήψεις, τιμωρίες και αντιπαραθέσεις ούτε εκμετάλλευση παρά μόνο αρμονία και συμφιλίωση των χεριών. Η εποχή της πραγματικής ισότητας και της άρσης κάθε σύγκρουσης έρχεται!

Αλαλάζων Αριστεριστής: (αλαλάζοντας δίκην γενικής συνελεύσεως) Συνάδελφε Ωρυόμενε Αριστεριστά, θέλει δουλειά πολλή μέχρι να μπορέσουμε να πετύχουμε την πραγματική ισότητα, όχι αυτήν την νομικίστικη, την αραχνιασμένη μέσα στις μουχλιασμένες σελίδες των βιβλιοθηκών, αλλά την αληθινή, αυτή που ποθούμε και θα μπορέσῃ να κάνῃ την ζωή μας πιο πλήρη, πιο μεστή νοήματος. Δύο δρόμους βλέπω να ανοίγωνται μπροστά μας: ο δρόμος του σκληρού τύπου, που μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων και αδιαφορεί για την ουσία τους, που σχολαστικίζει το γράμμα του νόμου και καταπίνει το πνεύμα του αμασητί. Είναι ο δρόμος που κλείνει τα μάτια στην μακραίωνη καταπίεση, στην ιστορική αδικία που έχει συντελεστεί, στο κοινωνικό μειονέκτημα που μας επιβάλλεται εξ απαλών ονύχων και, ακόμα, αδυνατεί να κατανοήσῃ τον πλούτο που κομίζει ο αριστερισμός μας στην κοινωνική συμβίωση, σε κάθε επίπεδο του κοινωνικού γίγνεσθαι. Υπάρχει όμως και ο άλλος δρόμος. Αυτός είναι ο δρόμος της πραγματικής δικαιοσύνης, που μας αποζημιώνει για τα κακά που έχουμε υποστεί, που αποκαθιστᾴ την ισότητα στην εκκίνηση της ζωής καθενός από εμάς, που ευνοεί τον αγαθό σκοπό μιας πολυφωνικής και αμφιχερικής κοινωνίας, που, για να επιτύχῃ αυτόν τον μεγάλο σκοπό, είναι έτοιμη να αντισταθμίσῃ το συνθλιπτικό κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώσαμε με θετικές διακρίσεις, διακρίσεις που διευκολύνουν για πρώτη φορά τους αριστεριστές να διακριθούν, να ξεχωρίσουν, να μην ντρέπωνται για τον αριστερισμό τους.

Χορός Ευαισθήτων Κυριών

με Φιλοσοφικάς Ανησυχίας: Ναι, ναι, να τα βοηθήσουμε τα παιδιά!

Από μηχανής Συνιστολόγος: Οι αυθαίρετες διακρίσεις είναι πάντοτε απαράδεκτες, είτε προς την μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Και αυθαίρετες είναι οι διακρίσεις όταν δεν τελούν σε καμία συνάφεια με τον κοινώς αποδεκτό ως επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά εξυπηρετούν ίδια συμφέροντα, ακόμη και επαινετά, και μάλιστα ιδίως τότε. Το ορθό προηγείται του αγαθού σε μια φιλελεύθερη θέσμιση της κοινωνίας. Ο θετικός ρατσιστής διαφέρει από τον αρνητικό μόνο στο πρόσημο. Η ισότητα ενώπιον του νόμου είναι η δικιά μου κόκκινη γραμμή. Όσο για τας ευαισθήτους κυρίας και τας φιλοσοφικάς ανησυχίας των, θα έπρεπε να είχαν υποψιαστεί ότι μπήκαν σε αυτό το μονόπρακτο μόνο και μόνο ένεκα θετικής διακρίσεως!

Populus iure naturali solutus?

28 Νοεμβρίου 2007

Το θέμα του σημερινού μου άρθρου με το ιχθυωτικό λατινοφανές γλωσσικό του ένδυμα δεν ξέρω αν καλύτερα χαρακτηρίζεται νομικό ή φιλοσοφικό. Θα ήθελα μάλλον να είναι νομικό, με την έννοια του να δοθῄ κάποια ενδονομική λύση σε αυτό, αλλά μάλλον υπάγεται στην δικαιοδοσία της πολιτικής φιλοσοφίας. Αναφέρομαι σε εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες κάποια, δημοκρατικώς θεσπισμένη, συνταγματική ρύθμιση είναι αντίθετη με αυτό που οι περισσότεροι από εμάς θα θεωρούσαν ως όντως Δίκαιο, είτε το ονομάσουμε αυτό φυσικό δίκαιο είτε θεϊκή εντολή είτε φιλελεύθερο παράδεισο είτε σοσιαλιστική νομιμότητα είτε αστακομακαρονάδα είτε όπως αλλιώς. Με άλλα λόγια, ποια είναι η νομική τύχη μιας συνταγματικής ρύθμισης η οποία, αν βρισκόταν στο κοινό νομοθετικό επίπεδο, θα κρινόταν αδίστακτα αντισυνταγματική και μάλιστα αντίθετη στις θεμελιώδεις διατάξεις του συγκεκριμένου συντάγματος, εκείνες ακριβώς που ανήκουν στον κοινό συνταγματικό πολιτισμό μας;

Πολλοί θα με κατηγορήσουν πάλι ότι μικρολογώ και ότι ασχολούμαι με απιθανότητες που δεν πρόκειται ποτέ να απασχολήσουν τις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες. Μπορεί και μακάρι∙ εκτός όμως του ότι έργο του νομικού δεν είναι μόνο να κολλάῃ μεγαρόσημα, αλλά και να στοχάζεται για εκείνες τις περιπτώσεις οι οποίες δοκιμάζουν την κρίση του και οξύνουν την φαντασία του, καθόλου δεν νομίζω ότι παρόμοιες περιπτώσεις βρίσκονται στον χώρο της επιστημονικής νομικής φαντασίας: η θανατική ποινή στις ΗΠΑ και η προστασία της ζωής∙ η κληρονομική βασιλεία κάποιων χωρών της Εσπερίας και η αρχή της ισότητας.

Ας κάνουμε τώρα ένα από αυτά τα νοητικά πειράματα στα οποία αρέσκονται οι φιλόσοφοι.

Στην Δημοκρατία της Κνωσσού η Συντακτική Συνέλευση εργάζεται πυρετωδώς για το νέο Σύνταγμα της χώρας. Σε αυτό περιλαμβάνεται ομοθύμως και το εξής άρθρο:

«Κάθε χρόνο επτά νέοι και επτά νέες που επιλέγονται με κλήρωση θυσιάζονται στον Μινώταυρο».

Πρέπει να σημειώσω ότι υπήρξε κάποια συζήτηση ως προς τον τρόπο επιλογής των δεκατεσσάρων θυμάτων του Μινώταυρου. Προτάθηκαν σχετικώς διάφορες ρυθμίσεις, όπως π.χ. η μέθοδος της εκλογής με καθολική, μυστική και ίση ψηφοφορία ή η μέθοδος της αλφαβητικής εναλλαγής. Συζητήθηκε επίσης εκτενώς αν η προβλεπόμενη αναφορά σε «νέους» και «νέες», έστω και σε ίσο αριθμό, εισήγε κάποια έμφυλη διάκριση απᾴδουσα με το γράμμα και το πνεύμα άλλων συνταγματικών ρυθμίσεων, καθώς και το ενδεχόμενο αυξομείωσης των ποσοτικών εισφορών κάθε φύλου χάριν θετικής διακρίσεως. Συνελόντι ειπείν και αφού τηρήθηκαν σχολαστικά όλοι οι κανόνες της έλλογης διαβούλευσης σε μια πολυφωνική-πολυπολιτισμική-μετανεωτερική δημοκρατία, τελικά προτιμήθηκε η οδός της κλήρωσης ως η πλέον συμβατή με την συνταγματική αρχή της ισότητας, που κατοχυρώνεται εμφατικά και στο κνωσσικό Σύνταγμα όπως και στο ελληνικό.

Ερωτάται αν αποτελῄ δίκαιο η εν λόγῳ ρύθμιση. Όχι αν εφαρμόζεται βέβαια, αυτό δεν με ενδιαφέρει. Ούτε όμως αν είναι δίκαιη: προφανώς δεν είναι, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Ερωτώ κατά πρώτον αν ισχύῃ∙ και σε δεύτερο βαθμό θα τολμούσα να ρωτήσω αν στοιχειοθετῄ κἀν δίκαιο.

Υπάρχουν ενδιαφέρουσες απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα. Η απάντηση που ευνοώ στο πρώτο ερώτημα επιχειρεί να ανασύρῃ από την ναφθαλίνη της νομικής θεωριοθήκης την θεωρία περί αντισυνταγματικών συνταγματικών διατάξεων, η οποία, με το οξύμωρο και παράδοξο όνομά της, προσπάθησε μεταπολεμικά να προστατεύσῃ την αρτιγέννητη Δημοκρατία της Βόννης από μελλοντικούς συνταγματικούς κινδύνους. Για την διάκριση και ιεράρχηση συνταγματικών διατάξεων, κατά τρόπον ώστε να αναγνωρίζωνται διαφορετικά επίπεδα τυπικής ισχύος και ωρισμένες συνταγματικές διατάξεις να οφείλουν συμμόρφωση ή έστω μη αντίθεση σε άλλες, διακρίνω πρόχειρα δύο τρόπους: ο πρώτος, πιο τυπικός, αξιοποιεί την διάκριση αναθεωρήσιμων και μη αναθεωρήσιμων διατάξεων του Συντάγματος. Αν η διαφοροποίηση ως προς την αναθεωρησιμότητα έχῃ κάποιο νόημα, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ότι οι μη αναθεωρήσιμες διατάξεις είναι ανώτερες. Ίσως να μην είναι ανώτερες με τον τρόπο που ένας τυπικός νόμος είναι ανώτερος ενός προεδρικού διατάγματος, αλλά είναι ανώτερες.

Ο δεύτερος τρόπος που έχω κατά νου είναι ουσιαστικώτερος και, εύλογα, πιο αφῃρημένος και δυσχερής στην πρακτική του εφαρμογή. Ερείδεται στην διάκριση συνταγματικών αρχών και συνταγματικών κανόνων που απορρέουν από αυτές. Εάν ο κανόνας, η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη, συγκρούεται με την αρχή, είναι ανίσχυρος.

Η διπλή απάντηση που έδωσα στο πρώτο ερώτημα, αυτό της ισχύος του επίμαχου συνταγματικού κανόνα, είναι μια απάντηση λίγο πολύ νομική και ως τέτοια έχει και νομικά όρια. Τι θα συμβῄ δηλαδή αν το κνωσσικό Σύνταγμα συμβαίνῃ να μην προστατεύῃ την ανθρώπινη ζωή σε κάποια διάταξή του; Τι θα συμβῄ αν, αντιθέτως, διακηρύσσει ότι π.χ. «η διατήρηση της ζωής του πολίτη εξαρτάται από την ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος/την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης/τον σεβασμό της βούλησης της δημοκρατικώς εκπεφρασμένης πλειοψηφίας»; Μήπως εν προκειμένῳ το τεθέν συνταγματικό δίκαιο δεν είναι άξιο του ονόματος δίκαιο, αλλά είναι ένας κανόνας άλλους είδους, παρόμοιος με τους κανόνες διαρπαγής της λείας στους Ούννους ή εκτέλεσης των εντολών στους μαφιόζους;

Κάπου εδώ το ζήτημα εκφεύγει πλέον οριστικώς της επιχειρηματολογικής μου ικανότητας. Ίσως επανέλθω όταν μεγαλώσω και ωριμάσω.

ΥΓ: Μετά από παρατήρηση του Ασμοδαίου, έκανα την αναγκαία γραμματική διόρθωση στον τίτλο. Τα λατινικά στρινγκ θέλουν και επιδέξιους nates!

Ασκήσεις φιλελευθερισμού ΙΙ: μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε;

6 Νοεμβρίου 2007

Σε αυτή τη δεύτερη άσκηση φιλελευθερισμού ασχολούμαι με ένα θέμα που δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως έκφανση της αθάνατης ελληνικής προχειρότητας. Σε μία πρόσφατη κουβέντα που προσπάθησα να κάνω στο ελληνόφωνο διαδίκτυο που όλοι αγαπούμε να μισούμε η συνομιλήτριά μου με έρανε με ουκ ολίγες παραπομπές και με ισάριθμους σχεδόν «ισμούς» αλλά, τελικά, απέτυχε να με εντυπωσιάσει -όπως, φαντάζομαι, επεδίωκε. Ο λόγος; Ελάχιστοι από τους όρους που χρησιμοποίησε ήταν στην σωστή θέση. Στην Ελλάδα μας αρέσει να προσφέρουμε την πολύτιμη σοφία μας (όπως έλεγε και ο Πρέσφιλντ στο κατά τ’ άλλα μέτριο Gates of Fire) αλλά σπανίως κάνουμε τον κόπο να σιγουρευτούμε ότι ξέρουν οι αποδέκτες της εν λόγω σοφίας για ποιο πράγμα μιλάμε. Περί ορολογίας, λοιπόν, ο λόγος σήμερα και πιο συγκεκριμένα περί του μπερδέματος που μας ταλαιπωρεί όποτε κουβεντιάζουμε για τον επάρατο πατερναλισμό και τους ομοίως αηδείς περφεξιονισμό και μοραλισμό.

Πατερναλιστής (paternalist), με απλά λόγια, είναι αυτός που θεωρεί δικαιολογημένο τον περιορισμό της ελευθερίας του ατόμου με σκοπό το καλό του ίδιου του περιοριζόμενου. Όταν λέω ελευθερία εδώ ας πούμε -πολύ αδρά- ότι εννοώ πρωτίστως την πολιτική ελευθερία και ό,τι καλούμε συνήθως προσωπική αυτονομία (= το να είναι κανείς δημιουργός της ζωής του). Συνεπώς, ένας νόμος που επιβάλλει λχ τις ζώνες ασφαλείας ή το προστατευτικό κράνος είναι πατερναλιστικός. Το πρώτο ερώτημα θα πρέπει να είναι λογικά τι εννοούμε όταν λέμε «με σκοπό». Η απάντηση δεν είναι όσο απλή φαίνεται, αλλά, σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι είναι απαραίτητο ο στόχος του νομοθέτη στο παραπάνω παράδειγμα να είναι το όφελος του οδηγού. Απλές «πατερναλιστικές» συνέπειες κάνουν, ενδεχομένως, ένα νόμο κακό αλλά όχι πατερναλιστικό. Ο σεβασμός στην πολιτική ελευθερία και την προσωπική αυτονομία είναι εκ των ουκ άνευ για το φιλελεύθερο και αυτό μοιάζει να καθιστά ασύμβατο τον πατερναλισμό με το φιλελευθερισμό. Αυτό φαίνεται πως αποτυπώνεται και στην περίφημη φράση του Μιλλ που έχουμε κουβεντιάσει εδώ και εδώ. Όμως υπάρχουν δύο αγκάθια: το πρώτο αφορά το προφανές γεγονός ότι κάποιον πατερναλισμό (το λεγόμενο ήπιο – weak ή soft) κάθε φιλελεύθερος είναι αποφασισμένος να τον δεχθεί – αλλιώς θα αφήναμε έφηβους, διανοητικά ασθενείς κλπ στην «αυτονομία» τους και, κατά συνέπεια, στην μοίρα τους. Το δεύτερο είναι το επίσης προφανές ερώτημα «γιατί». Γιατί όταν κάποιος κάνει κάτι αυτοκαταστροφικό να καθόμαστε να τον χαζεύουμε αμέριμνοι; Ο Μιλλ λύνει το θέμα με ωφελιμιστικό τρόπο που είναι προφανώς ατυχής αλλά η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να γίνει εδώ. Αρκεί να υπενθυμισθεί ότι πολλοί φιλελεύθεροι στοχαστές δέχονται ορισμένα ήδη welfare paternalism με πιο πειστικό επιχείρημα αυτό του R. Dworkin υπέρ του λεγόμενου volitional paternalism. Επανερχόμενος στα των ορισμών τελειώνω με το εξής: έχω την εντύπωση ότι ο πατερναλισμός δεν είναι, όπως διάβαζα σε μεταπτυχιακή εργασία δημοσιευμένη σε ιστότοπο του Πανεπιστημίου Αθηνών, το αντίθετο του κοινωτισμού! Κάθε άλλο: ο πατερναλιστής κινείται απο ένα -πολλάκις εσφαλμένο και επιζήμιο, αλλά πάντως- γνήσιο ενδιαφέρον για το άτομο. Πολλές φορές θα συνέφερε απείρως περισσότερο την κοινωνία να μην συμπεριφερθεί πατερναλιστικά – κλασικό παράδειγμα είναι η εξαιρετικά ασύμφορη υποχρεωτική αποτοξίνωση ή η πανάκριβη νοσηλεία ανθρώπων που θα προτιμούσαν να πεθάνουν. Εκτός, ίσως, αν είναι κανείς ηθικός πατερναλιστής, οπότε τα πράγματα περιπλέκονται και πάλι… Ως ενός σημείου πάντως μπορεί κανείς να είναι συνεπής φιλελεύθερος και ταυτοχρόνως να δέχεται κάποια ήδη πατερναλισμού.

Μοραλιστής (moralist) είναι εκείνος που θεωρεί δικαιολογημένη την επιβολή ενός συγκεκριμένου συστήματος ηθικών κανόνων – και όχι, φυσικά, εκείνος που διαθέτει ένα. Το σύστημα αυτό μπορεί να είναι εκείνο που θεωρεί το αντικειμενικά ορθό (critical morality) ή απλά εκείνο που υιοθετεί μία συγκεκριμένη κοινωνία. Το δεύτερο ακούγεται -και είναι- εξαιρετικά δυσάρεστο ως θέση και αποτελεί το αντικείμενο του περίφημου Hart-Devlin debate. Ο Devlin επιμένει ότι κάθε κοινωνία έχει συμφέρον στην επιβίωσή της και, κατά συνέπεια, στην επιβολή της ηθικής που την εκφράζει, διότι η κοινή ηθική είναι ένα από εκείνα τα στοιχεία που συγκρατούν τις κοινωνίες (εδώ ο κοινωτισμός είναι φανερός). Φυσικά, μία κοινωνία ναζί θα πρέπει να διαλυθεί το συντομότερο δυνατό και όχι να επιβιώσει contra στους αντιναζί – και αυτό αρκεί ως απάντηση. Το πρόβλημα, από την άλλη, με την αντικειμενική ηθική είναι ότι όλες οι θεωρίες που προτείνουν κριτήρια για την διακρίβωσή της έχουν σοβαρά προβλήματα. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι τέτοια ηθική δεν υπάρχει – άλλωστε και κριτήρια όπως η αρχή της βλάβης την ίδια ακριβώς δουλειά κάνουν κι ας τα προτιμούν πολλοί από εκείνους που ορκίζονται ότι ισχύει το αντίθετο (πολλοί, δηλαδή, ηθικοί σχετικιστές). Προς το παρόν, πάντως, και σε επίπεδο ορολογίας πάντοτε, φαίνεται πως ο φιλελεύθερος δεν μπορεί να είναι μοραλιστής κυρίως διότι αυτό συνεπάγεται την επιβολή στο άτομο κανόνων που εκείνο δεν ασπάζεται – ακόμα και όταν με το να μην τους ασπάζεται δε βλάπτει κανέναν . Τα όμοια ισχύουν, νομίζω, και για τον ηθικό πατερναλισμό (moral paternalism).

Ο περφεξιονιστής (perfectionist) είναι εκείνος που δεν ασπάζεται την αρχή της πολιτικής ουδετερότητας ή του ουδέτερου κράτους. Η τελευταία μας θυμίζει ότι το κράτος θα πρέπει να είναι ουδέτερο απέναντι σε διαφορετικές αντιλήψεις του καλού και της καλής ζωής και να πριμοδοτεί όλες αυτές τις αντιλήψεςι κάθε φορά που το κάνει για μία εξ αυτών. Η επιλογή των λέξεων είναι προσεχτική: ο, ας πούμε, «ουδετεριστής» (neutralist) δεν είναι υποχρεωμένος να πει ότι δεν υπάρχουν καλές και κακές ζωές – αυτό, άλλωστε, θα τον καταδίκαζε, καθώς κανείς δεν μπορεί να πει ότι η ζωή του εργατικού, τίμιου και φιλάνθρωπου φιλότεχνου δεν είναι καλύτερη (και περισσότερο άξια προστασίας) από εκείνη του οκνηρού, δολοπλόκου και εκμεταλλευτή παιδόφιλου. Ο περφεξιονιστής, όμως, λέει καθαρά ότι υπάρχουν επιλογές και τρόποι ζωής που δεν αξίζουν της κρατικής προστασίας γιατί δεν εμπεριέχουν, για παράδειγμα, τίποτα πολύτιμο. Αν κάποια μερίδα του πλυθησμού θεωρεί καλό να περνά τις μέρες της στην συντροφιά των ναρκωτικών, αυτό δεν συνεπάγεται ότι το κράτος θα πρέπει να τη διευκολύνει απλά και μόνο επειδή διευκολύνει τους αθλητικούς τύπους με πάρκα και γήπεδα! Ο περφεξιονιστής δεν είναι απαραίτητα κοινωτιστής -για τους ίδιους λόγους που δεν είναι κατά κανόνα και ο πατεναλιστής- χωρίς να αποκλείεται να είναι, οπότε θα είναι πιθανότατα και μοραλιστής (θεωρώντας λχ άξιους προστασίας μόνο τους σύμφωνα με κάποιο σύστημα ηθικών κανόνων καλούς τρόπους ζωής) . Φυσικά, ο περφεξιονιστής μπορεί πολύ άνετα να είναι φιλελεύθερος: ο ίδιος ο Μιλλ δέχεται πως ίσως κάποια «κέντρα διαφθοράς» όπως οι χαρτοπαικτικές λέσχες θα πρέπει να επιτρέπεται να κλείνουν με κρατική παρέμβαση, χωρίς, ασφαλώς, να απαγορεύεται ο ίδιος ο τζόγος – κάτι που λίγοι φιλελεύθεροι περφεξιονιστές θα υποστήριζαν σήμερα ως ακραίο. Σε πιο σύγχρονα μονοπάτια, ο Joseph Raz κατέστησε σαφές, στο Morality of Freedom ότι η έννοια «φιλελεύθερος περφεξιονισμός» δεν εμπεριέχει τίποτα το παράλογο – με μία σειρά από προϋποθέσεις που αφορούν τα μέσα κρατικής παρέμβασης και, φυσικά, το σεβασμό πολλών διαφορετικών τρόπων ζωής και όχι ενός ή λίγων, όπως θα υποστήριζαν οι κλασικοί περφεξιονιστές με αριστοτελικές ή καθολικές (ή και τα δύο!) επιρροές.

The cat is under the tree (ή «Ο γάτος είναι στο χαλάκι»)

18 Οκτωβρίου 2007

 

 Σήμερα συνάντησα τον κύριο της φωτογραφίας.

 

Σας διαβεβαιώ ότι πρόκειται για κύριο, το έλεγξα αυτό, με όσο τακτ μου είχε απομείνει, καθώς ήμουν κατενθουσιασμένος με τη γνωριμία μας! Τον γνώρισα σε έναν περίπατο, και ο ίδιος δεν μπήκε στον κόπο να μου συστηθεί. Με πλησίασε απλώς με το αρρενωπό του περπάτημα, μου γκρίνιαξε λίγο που είχα αργήσει στο ραντεβού μας και τρίφτηκε στο πόδι μου δήθεν τυχαία και από λάθος. Μετά, νιαούρισε, χασμουρήθηκε, τεντώθηκε κι έριξε μια γρήγορη ερευνητική ματιά στο γύρω χώρο. Στο τέλος άραξε κάτω από το δέντρο της φωτογραφίας για να λιαστεί στο μεσημεριανό ήλιο και με άφησε γουργουρίζοντας (δείτε την ουρά του!) να τον φωτογραφήσω για χάρη σας… Ο γάτος ήξερε πολύ καλά τί έκανε. Είχαμε, πράγματι, ραντεβού κι εγώ το είχα ξεχάσει. Να γιατί:

Μια από τις προτάσεις-ρητά της φιλοσοφίας που είχαν στοιχειώσει αρκετά βράδια μου όταν σπούδαζα και με την οποία έχω γελάσει αλλά και έχω προβληματιστεί ιδιαιτέρως, είναι η πρόταση «the cat is on the mat». Δεν θα ξεχάσω μάλιστα τη μέρα που ένας αγαπητός Καθηγητής μου εισήλθε καθυστερημένος στην αίθουσα διδασκαλίας και αντί να φέρει μαζί του βιβλία, κουβαλούσε το ειδώλιο μιας γάτας και μια κουρελού! Μας είπε ότι άργησε γιατί έψαχνε να τα βρει. Τα έστησε στην έδρα του με προσοχή, χαμογέλασε, και άρχισε τη διδασκαλία του.

Δυστυχώς, έχουν περάσει κάποια χρόνια και δεν μπορώ πια να θυμηθώ ποιά ήταν πρώτη εμφάνιση της περιώνυμης πρότασης σε φιλοσοφικά έργα. Θυμάμαι όμως καλά ότι τη συγκεκριμένη πρόταση τη μεταχειρίζεται ο John Austin, αυτός ο σημαντικός Βρετανός φιλόσοφος της κατεύθυνσης της «καθημερινής γλώσσας» στην αναλυτική αγγλοσαξονική φιλοσοφία. Σε πολλά σημεία των διαλέξεών του στο Χάρβαρντ που αποτέλεσαν αργότερα το έργο του «Πώς να κάνετε πράγματα με τις λέξεις», ο Ώστιν αξιοποιεί αυτή την απλή πρόταση για να εξηγήσει με γλαφυρό αλλά και αποτελεσματικό τρόπο μια καθημερινή έννοια της «συνεπαγωγής» που τον απασχολεί. Μας λέει λ.χ. ότι η πρόταση «the cat is on the mat» συνεπάγεται την πρόταση «I believe that the cat is on the mat», καθώς δεν μπορεί να ισχυρίζεται κανείς την πρώτη πρόταση, χωρίς να δεσμεύεται στον ισχυρισμό (άρα την αλήθεια) και της δεύτερης. Κοινώς, δεν μπορεί κανείς να λέει «the cat is on the mat» και ταυτόχρονα να λέει «but I don’t believe it». Το πρόβλημα που εδώ θίγεται, είναι το πρόβλημα των λεγόμενων ρημάτων «προτασιακής στάσης», όπως θυμάμαι ότι μετέφραζε κάποιον αγγλικό όρο -που έχω πια ξεχάσει- ένας άλλος Καθηγητής μου. Ωστόσο, εδώ ακριβώς είναι που ξεκινά το ενδιαφέρον μιας καλύτερης μελέτης του πράγματος: Γιατί, θα συμφωνήσουν νομίζω όλοι, ότι δεν ισχύει ότι η πρόταση «Ι do not believe that the cat is on the mat» συνεπάγεται την πρόταση «The cat is not on the mat»!

Αλλά και πέρα από την κάπως σύνθετη προηγηθείσα περίπτωση, παραμένουν πολλές άλλες ενδιαφέρουσες συνεπαγωγές, στη μελέτη των οποίων η πρόταση «The cat is on the mat» δίνει αφορμή. Αν λ.χ. θεωρηθεί ότι η πρόταση αυτή συνεπάγεται την πρόταση «The mat is under the cat», τότε η πρόταση «The mat is not under the cat» συνεπάγεται την πρόταση «The cat is not on the mat». Λογικώς, εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε παρά με έναν ασφαλή modus tollens (άρνηση του επομένου): Αν ισχύει ότι p συνεπάγεται q και ισχύει και ~q, τότε ισχύει ασφαλώς και ~p. Και το κυριότερο: Ανεξάρτητα από το πού πράγματι βρίσκεται η γάτα!

Ας μην σας κουράσω όμως άλλο με λογικές αναλύσεις που δεν έχουν κανένα βάθος και καμία ουσία εδώ. Δεν μπορώ και δεν θέλω να πώ τίποτε καινούριο πάνω στο θέμα, και όταν αναμασώ τον Ώστιν, φοβάμαι ότι μπορεί και κάποια από τα αναπαυμένα πια στην Οξφόρδη κοκκαλάκια του να τρίζουν! Εδώ το θέμα μου δεν είναι η λογική, η φιλοσοφία της καθημερινής γλώσσας και άλλα τέτοια, πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Εδώ το θέμα μου είναι μια προσωπική ανακάλυψη (και όχι εφεύρεση) την οποία θέλω να μοιραστώ με τους αναγνώστες και φίλους του Συνιστολογίου. Η ανακάλυψη αυτή είναι μάλλον η μόνη πρωτότυπη ανακάλυψη που θα μπορούσα ποτέ να κάνω στη φιλοσοφία (και αυτό, ασφαλώς, συνεπάγεται ότι πιστεύω ότι είναι πρωτότυπη!). Έχει, τέλος, να κάνει με τη μόνιμη έγνοια του Ώστιν, την καθημερινή γλώσσα -όχι όμως στην αγγλική αλλά στην ελληνική εκδοχή της. Αν, τώρα, ο χρόνος γύριζε πίσω και είχα ξανά την ευκαιρία να σπουδάσω φιλοσοφία, τότε η νέα μου ανακάλυψη θα αποτελούσε και το περιεχόμενο της πρώτης (και μόνης, ίσως) ερώτησης που θα έθετα στον Καθηγητή μου, όταν ερχόταν χαρούμενος εκείνο το απόγευμα στην αίθουσα να μας κάνει μάθημα με την ψεύτικη γάτα και την κουρελού του… Πώς μεταφράζεται, αλήθεια, στα ελληνικά η πρόταση «The cat is on the mat?».

Σήμερα έμαθα την αλήθεια: «Ο γάτος είναι στο χαλάκι».

υγ.1 Στη φωτογραφία που σας στέλνω αληθεύει βεβαίως η πρόταση «the cat lies under the tree». Αλλά αυτό είναι μια απλή ενδεχομενικότητα που δεν θα έπρεπε να σας προβληματίζει…

υγ.2 Το κείμενο αφιερώνεται στον γατόφιλο Αλέξη.

Ασκήσεις Φιλελευθερισμού Ι και ½: Τέλσον φιλελευθέρου αρούρης

15 Οκτωβρίου 2007

Υφήρπασα από τον συνιστολόγο Καλλίρη τον τίτλο των διαδικτυακών αναζητήσεών του, ίνα μη πελαγοδρομήσεων είπω, γιατί στο ίδιο καζάνι βράζω και γω, περιπλανώμενος σαν κολασμένος αφ’ ιστολογίων εις φόρουμ και αναζητώντας περιπαθώς, πλην επί ματαίῳ την φυγάδα δικαιοσύνη. Ιδού λοιπόν ένιοι ίπποι χλωροί και λοιπά τέρατα της Αποκαλύψεως, που με απασχολούν όταν μαγειρεύω, όταν περιμένω το τρόλεϊ και όταν πλήττω στα αυτόφωρα:

Πώληση της ψήφου. Γιατί να μην δικαιούμαι να πωλώ την ψήφο μου; Αφού δικαιούμαι να την χαρίζω! Γιατί να εξετάζεται το συγκεκριμένο κίνητρο διάθεσης της ψήφου και να απαξιολογήται; Δικιά μου είναι η ψήφος, ό,τι θέλω την κάνω!

Αποτομοφιλία. Και αν θέλω να κόψω το χέρι μου; Ποιον πειράζω;

Πολυγαμία. Γιατί να αφορᾴ το κράτος το ποιοι-βάζουν-πού-τι και τις συναισθηματικές ή άλλες σχέσεις τους συνδέουν;

Εθελοδουλεία. Το άκρον άωτον: έστω ότι θέλω να ανήκω πλήρως σε κάποιον. Να με μεταχειρίζεται όπως θέλῃ. Η βούλησή του να υπερισχύῃ πάντοτε. Να μπορῄ να μεταπωλῄ. Πού είναι το πρόβλημα;

Νομίζω ότι πρόκειται για την επόμενη γενιά πρακτικών εφαρμογών της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Ζητήματα που θα ανακύψουν εκεί γύρω στο 2030, μαζί με την περιωρισμένη ικανότητα δικαίου των σπονδυλωτών και τέτοια θέματα. Η εξέλιξη της σκέψης δεν μπορῄ να ανακοπῄ.

Ακόμη διστάζω βέβαια πάρα πολύ να ακολουθήσω το νήμα σκέψης που με έφερε στην υιοθέτηση της ελευθερίας του ομόφυλου γάμου, της άρνησης στράτευσης, της χρήσης ψυχοτρόπων, της μη χρήσης προστατευτικού κράνους και της επιλογής φύλου του τέκνου μέχρι το τέρμα, αν είναι δυνατόν να υπάρξῃ τέρμα, που ίσως αποτελούν οι περιπτώσεις που αναφέρω στην αρχή. Πιθανόν να μου διαφεύγῃ κάτι κανονιστικώς κρίσιμο. Ή πιθανόν πάλι να είμαι απλώς υπερβολικά δεμένος με την εποχή μου.

Ο χρόνος θα δείξῃ.

Ασκήσεις φιλελευθερισμού Ι: η αρχή της βλάβης και μερικές τρικλοποδιές στον Mill.

22 Σεπτεμβρίου 2007

O J. S. MillΜε την παρούσα ανάρτηση εγκαινιάζεται μία σειρά κειμένων με αντικείμενο τον φιλελευθερισμό, τις βασικές αρχές του και τις συνηθέστερες παρεξηγήσεις γύρω από αυτόν. Πριν μπούμε στην ουσία, ας μου επιτραπούν μερικές διευκρινήσεις. Όπως θα παρατήρησαν όσοι είχαν την μνημειώδη υπομονή να ακούσουν την συζήτηση που είχαμε με το Νικόλα του Θεωρείν και τον Σωτήρη στην Αναμόρφωση, είμαι της άποψης ότι η θρησκευτική ευλάβεια με την οποία πολλοί φιλελεύθεροι (άνθρωποι σαν εμάς ,κυρίως, και όχι πολιτικοί φιλόσοφοι) ακολουθούν κάποιες φιλελεύθερες αρχές κάνουν κακό στον ίδιο το φιλελευθερισμό ως πολιτικό ρεύμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταλήγουμε πάντα σε «ερμαφρόδιτες» λύσεις, αλλά έχω την εντύπωση ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όσο «απλά» παρουσιάζονται από πολλούς φιλελεύθερους – κάτι σύνηθες και στο ελληνόφωνο διαδίκτυο. Από την άλλη, μένω πιστός στην προσπάθεια μου να συζητούμε χαλαρά χωρίς ταυτόχρονα να προσεγγίζουμε δύσκολες έννοιες εντελώς επιδερμικά. Με αυτά κατά νου, προχωρώ στο κυρίως μέρος.

Η αρχή της βλάβης αποδίδεται κατά απαράβατο κανόνα στον John Stuart Mill. Πρόκειται για την περίφημη φράση από το On Liberty όπου ο Mill υποστηρίζει ότι η ελευθερία των ανθρώπων πρέπει να περιορίζεται μόνο όταν με τις υπό κρίση πράξεις του βλάπτουν άλλους – αντίθετα, το καλό του ίδιου του εαυτού μας ή της κοινωνίας γενικότερα δεν αρκεί. Ο Mill χρησιμοποιεί συχνά τη λέξη “liberty” (πολιτική ελευθερία) αλλά στην πραγματικότητα, νομίζω, μιλάει για προσωπική αυτονομία. Το πλαίσιο του είναι ωφελιμιστικό: θα είναι καλύτερα για όλους αν εφαρμόζεται η αρχή της βλάβης (οι λόγοι που προβάλλονται στο On Liberty θα συζητηθούν αλλού) καθώς και αν, γενικά, περιορίζεται η εξουσία του κράτους και των μηχανισμών του πάνω στο άτομο. Ο σύγχρονος εκφραστής της θεωρίας του Mill είναι ο Joel Feinberg, ο οποίος στο τετράτομο έργο του “The Moral Limits of the Criminal Law” προσφέρει μία εξαιρετικά εκλεπτυσμένη εκδοχή της αρχής της βλάβης, προσπαθώντας ταυτόχρονα να απαντήσει και σε πολλές από τις ήδη γνωστές αλλά και σε κάποιες από τις αναμενόμενες ενστάσεις κατά της ανάλυσής του. Είναι το δίδυμο MillFeinberg και η αρχή της βλάβης όπως προέκυψε στο έργο του πρώτου και διαμορφώθηκε στο έργο του δεύτερου που με απασχολούν εδώ.

Εκ πρώτης όψεως, όσα διαβάζει κανείς στο On Liberty ακούγονται απολύτως λογικά: γιατί να περιορίζεται η ελευθερία μας όταν δεν ενοχλούμε κανέναν; Κάθε άνθρωπος θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει την προσωπικότητά του όπως εκείνος επιθυμεί υπό την προϋπόθεση ότι οι πράξεις του αφορούν μόνο τον ίδιο. Με το ερώτημα «τι ακριβώς λογίζεται ως βλάβη;» θα ασχοληθώ επίσης στο μέλλον (πως αλλιώς θα υπάρξουν και μελλοντικές ασκήζεις φιλελευθερισμού;). Για τους σκοπούς του κειμένου αρκεί η πιο απλή και στενή ερμηνεία της έννοιας που μπορεί να σκεφθεί κανείς: βλάβη είναι αυτή που ασκείται στο σώμα και στην περιουσία μας – αυτό θα μας παρότρυνε να κάνουμε και ο Mill. Σοβαρές βλάβες στο νευρικό σύστημα (από υπερβολικό φόβο για παράδειγμα) ή το άγχος που προκαλεί η ανασφάλεια για τη ζωή ή την υγεία μας θα λογίζονται ομοίως ως βλάβες στο σώμα. Σε αυτή την πρώτη άσκηση, λοιπόν, αναρωτιέμαι αν υπάρχουν περιπτώσεις που ανεπιφύλακτα θα θέλαμε να εμπίπτουν στις εξαιρέσεις εκείνες που επιτρέπουν τον περιορισμό της ελευθερίας μας αλλά δεν καλύπτονται από την αρχή της βλάβης.

Ήδη με την πρώτη αυτή ψηλάφιση της έννοιας της βλάβης προκύπτουν τα πρώτα ερωτήματα. Αν ο Α πυροβολήσει τον Β και αστοχήσει χωρίς να του προκαλέσει καμμία απολύτως βλάβη δεν εμπίπτει η πράξη στου στις τιμωρητέες κατά την αρχή της βλάβης; Ο Mill κάνει λόγο για την τεράστια σημασία της ασφάλειας σαν κάτι από το οποίο εξαρτάται «η αξία κάθε καλού». Δεν μπορεί λοιπόν παρά να μην είμαστε ασφαλείς όταν κάποιος μας πυροβολεί ελεύθερα, ακόμα κι αν δεν μας πετύχει ποτέ. Ο Feinberg εισάγει τη βαρύτητα και την πιθανότητα μίας πράξης ως κριτήρια υποστηρίζοντας πως όσο μεγαλύτερη είναι η πρώτη τόσο μικρότερη είναι ανάγκη να είναι (για να παρέμβουμε στις αποφάσεις ενός ατόμου) η δεύτερη και αντιστρόφως, παραδεχόμενος πως δεν είναι ανάγκη να επέλθει η βλάβη για να περιορισθεί η ελευθερία του πράττοντος αλλά αρκεί και η απειλή της βλάβης. Η πρώτη αναγκαία προσθήκη, λοιπόν, είναι η διακινδύνευση, χωρίς την οποία η αρχή της βλάβης εν στενή εννοία δε θα κάλυπτε μία σειρά από εγκληματικές απόπειρες που θα έπρεπε ασφαλώς να εμποδίζονται. Είναι, νομίζω, σαφές ότι η διακινδύνευση μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στην αρχή της βλάβης χωρίς την ανάγκη ιδιαίτερων «υποχωρήσεων» και «νοθεύσεων» της θέσης του Mill – οπότε ας περάσουμε στα πιο δύσκολα.

Υπάρχει μία κατηγορία βλαβών που καλούνται συνήθως «σωρευτικές» (accumulative harms). Πρόκειται για συμεπριφορές που δεν επιφέρουν το επιβλαβές αποτέλεσμα παρά μόνο με τη «βοήθεια» άλλων παρόμοιων συμεριφορών. Ένα κλασικό παράδειγμα (με το οποίο έχεις ασχοληθεί και ο ίδιος ο Feinberg εδώ) είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος. Υπάρχει ένα όριο στην εκπομπή ατμοσφαιρικών ρύπων κάτω από το οποίο δεν προκύπτουν επιπτώσεις στο περιβάλλον. Οι εκπομπές της εξάτμισης του αυτοκινήτου του καθενός από εμάς βρίσκονται σίγουρα πολύ κάτω από το όριο αυτό. Είναι, λοιπόν, απαράδεκτο, κατά την αρχή της βλάβης, να περιορίζεται η ελευθερία του οποιουδήποτε να οδηγεί το παλαιάς τεχνολογίας ρυπογόνο αυτοκίνητό του όπου και όσο θέλει από την στιγμή που η δική του ατομική συμπεριφορά δε βλάπτει κανέναν. Υπάρχει, όμως, και ένα ακόμα παράδοξο με τις σωρευτικές βλάβες. Ας ονομάσουμε το όριο αυτό πάνω από το οποίο βλάπτεται το περιβάλλον Α: ο οδηγός του αυτοκινήτου που θα εκπέμψει το ρύπο που θα «πιάσει» το όριο αυτό θα βλάψει, πράγματι, το περιβάλλον και θα μπορεί, σύμφωνα πάντα με την ίδια αρχή, να αποτραπεί από κάτι τέτοιο. Δεν κάνει, όμως, τίποτα διαφορετικό από όσους μόλυναν το περιβάλλον πριν από εκείνον – αλλά δεν του προκαλούσαν βλάβη!

Κάποιες άλλες συμπεριφορές είναι αβλαβείς μεν αλλά τόσο «ενοχλητικές» ώστε να απαγορεύονται στις περισσότερες έννομες τάξεις. Το πλέον σύνηθες παράδειγμα είναι αυτό του «φρόνιμου καταπατητή»: ο Α φεύγει για διακοπές και ο Β βρίσκει τον τρόπο να μπει στο σπίτι και να ζήσει σε αυτό χωρίς να κάνει την παραμικρή ζημιά. Ο Mill έχει ήδη μιλήσει για ασφάλεια βέβαια, αλλά για να αποφύγουμε την συζήτηση για το τι είναι «ασφάλεια» και τι «αίσθημα ασφάλειας» (αυτό, δηλαδή, που δε θα νιώθει ο Α αν μάθει ότι ο Β μπήκε στο σπίτι του), ας υποθέσουμε ότι ο Α δεν μαθαίνει ποτέ τι έκανε ο Β –για όποιον ενδιαφέρεται την προαναφερθείσα διαφορά εξηγεί ο Ripstein στον Bird στο “Legal Moralism and the Harm Principle: A Rejoinder” στο Philosophy and Public Affairs 35, no2. Δε θα πρέπει να σταματήσει ο γείτονας Γ τον Β από το να μπει στο σπίτι του Α; Δεν πρόκειται εδώ για μία συμπεριφορά εντελώς αβλαβή; Η αρχή της βλάβης μοιάζει να αδυνατεί –και εδώ- να προσφέρει μία ικανοποιητική απάντηση.

Τα παραπάνω παραδείγματα καταδεικνύουν αυτό που υπαινίχθηκα από την αρχή: η αρχή της βλάβης είναι μία καλή βάση, μία καλή αφετηρία για μία ολοκληρωμένη θεώρηση του μείζονος ζητήματος των θεμιτών περιορισμών της προσωπικής αυτονομίας. Είναι, όμως, ταυτόχρονα μία θέση που, ως έχει στο On Liberty, αδυνατεί να προσφέρει τις απαντήσεις που απαιτούν βασικές μας διαισθήσεις για συμπεριφορές που δεν μπορούν να θεωρηθούν εν στενή εννοία βλαπτικές. Αυτή η πρώτη δεσμίδα ερωτημάτων και ενστάσεων είναι, νομίζω, μία καλή αρχή για μία περισσότερο διεισδυτική συζήτηση που θα ακολουθήσει και θα αφορά -μεταξύ άλλων- και τις προσπάθειας ερμηνείας της αρχής που ξεφεύγουν από τη Millian παράδοση.

Η αβάσταχτη χυδαιότητα των δυνατών

17 Ιουνίου 2007


Την τελευταία φορά που αποφάσισα να κάνω μία βόλτα σε ένα προάστιο της Αθήνας βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα δυσεπίλυτο γρίφο. Έπρεπε να υπερπηδήσω παντός είδους εμπόδια, να αποφύγω παρκαρισμένα αυτοκίνητα και πόρτες που άνοιγαν άκριτα και, πολλές φορές, να κατεβώ στο οδόστρωμα για να συνεχίσω την πορεία μου. Φυσικά, δεν είχα προνοήσει να φορέσω επιστραγαλίδες και φλέρταρα με ελαφρύ τραυματισμό πολλάκις, αφού η απόλαυση δύο συνεχόμενων ακέραιων πλακών πεζοδρομίου είναι εξαιρετικά σπάνια. Υπό αυτές τις συνθήκες μία διαδρομή μισής ώρας καθίσταται επικίνδυνο σπορ, ακόμα και για έναν νέο και υγιή άνθρωπο. Δεν μπορεί κανείς να μην αναλογισθεί πως καταφέρνουν να κυκλοφορούν τα άτομα με ειδικές ανάγκες ή, ακόμα, οι ηλικιωμένοι και τα μικρά παιδιά. Η απάντηση είναι, στην πραγματικότητα, απλή: δεν κυκλοφορούν. Δεν κυκλοφορούν διότι το ελληνικό κράτος ξοδεύει δισεκατομμύρια για να χαρίσει γήπεδα σε ΠΑΕ και ΚΑΕ αλλά βρίσκει «ακριβά» τα φανάρια με ηχητικό σήμα ή τη φωνητική ενημέρωση στα αστικά λεωφορεία. Πράγμα λογικό, αφού οι Τσουκαλάδες αυτού του τόπου είναι περισσότεροι από τους τυφλούς. Επίσης, οι τυφλοί δεν κλείνουν δρόμους και δεν απειλούν να καταστρέψουν υπουργικές επισκέψεις στην επαρχία. Οι δε τροχονόμοι πληρώνονται πρωτίστως για να ανοίγουν δρόμο για κάποιο υπουργικό αυτοκίνητο ή για να τυχαίους ελέγχους εν μέσω καφεποσίας και καπνίσματος – και αυτό το θεάρεστο έργο δεν μπορεί να επιβαρύνεται με την εφαρμογή και διαφύλαξη των νόμων του κράτους. Κάθε φορά που ένας αστυνομικός βλέπει ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο πάνω σε μία ράμπα για αναπηρικά αμαξίδια και συνεχίζει το δρόμο του δεν διαπράττει μόνο ένα ποινικό αδίκημα: διαπράττει ένα βαρύτατο ηθικό αδίκημα εις βάρος των συμπολιτών μας που πρέπει να προστατεύονται ακόμα περισσότερο από εμάς τους υπόλοιπους, ακριβώς επειδή έχουν περισσότερες ανάγκες και λιγότερες δυνατότητες αντίδρασης.

Θα ήταν, όμως, πολύ βολικό να σταθεί κανείς στην ευθύνη του κράτους για την κοινωνική απομόνωση των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Οι βασικοί υπεύθυνοι για αυτό το αίσχος είμαστε εμείς – και δεν αναφέρομαι μόνο στη γενικότερη πολιτική ευθύνη που συνεπάγεται η υπερψήφιση τέτοιων κυβερνήσεων. Το ίδιο έγκλημα διαπράττουμε όλοι εμείς όταν παρκάρουμε πάνω σε ένα πεζοδρόμιο γιατί «ένα λεπτό θα κάνω και πού να παρκάρω έτσι που τα ΄κανε ο δήμαρχος;». Εμείς που έχουμε τη δυνατότητα να περπατήσουμε, να τρέξουμε, να σταθούμε όρθιοι, «έχουμε ανάγκη» να πάμε με το αυτοκίνητο μέχρι την είσοδο του σπιτιού μας ή του γραφείου μας – οι άλλοι που δυσκολέυονται τόσο να κινηθούν ας μείνουν σπίτια τους. Πρόκειται για μία χυδαία αδιαφορία για την ανάγκη και τα δικαιώματα του συμπολίτη μας, αλλά και για κάτι άλλο, κάτι γελοίο και θλιβερό ταυτόχρονα: τα μικροαστικά μας συμπλέγματα. Επειδή οι παππούδες μας δεν είχαν δει ποτέ αυτοκίνητο, το τροχοφόρο έγινε αποδεικτικόν υψηλού κοινωνικού status. Και όσο πιο λίγοι και αποτυχημένοι νιώθουμε τόσο περισσότερο οδηγούμε και καβάλα πάμε στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάμε κλπ κλπ. Ευτυχώς που έβαλαν και αυτές τις ράμπες στα πεζοδρόμια γιατί είχαμε λιώσει τα λάστιχα των μηχανών… Η αγορά ενός πανάκριβου αντιασθητικού χριστουγεννιάτικου δένδρου μπορεί να σιγουρέψει την επανεκλογή ενός δημάρχου – η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ατόμων με ειδικές ανάγκες ποτέ. Κατακλύζουμε ενωμένοι τους δρόμους γιατί μας καίει το τι θα γράφουν οι ταυτότητες, το πως θα λέγεται μία γειτονική χώρα ή το πότε θα ρυθμισθούν τα χρέη της ομαδάρας μας αλλά ποτέ για να διαμαρτυρηθούμε για την προκλητικά άδικη αντιμετώπιση των συμπολιτών μας. Κι αν έχουμε «μαγαζί» βγάζουμε τις καρέκλες ή τις διαφημιστικές πινακίδες «λίγο πιο έξω», αλλά δεν περνάει καν από το μυαλό μας το πως θα μπουν στην επιχείρησή μας όσοι κινούνται με αναπηρικό αμαξίδιο. Οι ίδιες δυσκολίες στην πρόσβαση παρατηρούνται ακόμα και σε σχολεία και σε δημόσιες υπηρεσίες. Αλλά, προφανώς, οι «γονείς και οι κηδεμόνες» περιορίζονται στο ρόλο των απολογητών των παιδιών τους και τα δεκαπενταμελή συμβούλια είναι πια, απλώς, διεφθαρμένα παραρτήματα ταξιδιωτικών γραφείων και, σε τελική ανάλυση, ποιος ασχολείται τώρα με αυτά;

Αυτά υποφέρουν όσοι αψηφούν τα κινητικά τους προβλήματα και αποφασίζουν να ζήσουν φυσιολογικά. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι άλλοι συνάνθρωποί μας που δεν μπορούν να ζήσουν φυσιολογικά γιατί κάποιοι τους το αρνούνται. Πριν από πολλά χρόνια, είχα γνωρίσει έναν ψηλό και γεροδεμένο άνδρα γύρω στα τριάντα που υπέφερε από κάποιου είδους νοητική στέρηση. Όπως έμαθα, είχε καταφέρει, χάρη στην επιμονή του θείου του, να μάθει να διαβάζει, να ψωνίζει μόνος του και να αυτοεξυπηρετείται σε μεγάλο βαθμό. Οι γιατροί έλεγαν ότι, αν είχε λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση και φροντίδα, θα ζούσε μία σχεδόν φυσιολογική ζωή, καθώς η πάθησή του δεν ήταν ιδιαιτέρως σοβαρή. Είχε, όμως, την ατυχία να γεννηθεί σε ένα χωριό από μία μητέρα που δεν μπορούσε να ξεπεράσει την «ντροπή» του να έχει κανείς ένα παιδί με ειδικές ανάγκες. Αυτό ήταν το έγκλημά της και τα ελαφρυντικά της είναι ελάχιστα. Το έγκλημα, όμως, όλων των υπολοίπων ήταν πως την έκαναν να νιώθει ότι θα έπρεπε να ντρέπεται και, έτσι, την αφόπλισαν και υποχρέωσαν έναν άνθρωπο σε μία ζωή πολύ χειρότερη από αυτή που θα μπορούσε και δικαιούται να ζήσει. Αυτό ακριβώς κάνουμε, για να φθάσουμε και στην αναπόφευκτη θεωρητική διατύπωση της θέσης, κάθε φορά που κλείνουμε μία πόρτα για ένα τέτοιο παιδί ή την πρόσβαση στη ράμπα για τα αναπηρικά αμαξίδια: αρνούμαστε σε αυτούς τους ανθρώπους το αυτονόητο δικαίωμα να ζήσουν μία καλή ζωή, ένα δικαίωμα που με τόσο πάθος υπερασπιζόμαστε για τους εαυτούς μας. Φανταστείτε έναν κύριο σαν τον Undertaker που βλέπετε λίγο παρακάτω να σας απαγορεύει κάθε μέρα να βγείτε από το σπίτι σας και ξανασκεφτείτε το πριν παρκάρετε πάνω στο πεζοδρόμιο.

Νεοπλουτίδης εναντίον Van Gogh ή ιδιοκτησία εναντίον τέχνης

17 Μαΐου 2007


Ο μπαρμπα-Γιάννης Τραμπάκουλας ξεκινάει μια ωραία μέρα για το χωράφι του στην Άνω Παναγιά (αν έχετε ακουστά). Θέλει να το σκάψει για να χτίσει μια καινούρια, υπερσύγχρονη στάνη για τα αγαπημένα του ζώα. Μόλις το σκαπτικό μηχάνημα ξεκινάει τη δουλειά του, όμως, χτυπάει πάνω σε κάτι σκληρό και ο χειριστής του σταματά και κατεβαίνει να δει τι χτύπησε. Με την πρώτη ματιά καταλαβαίνει ότι ο μπαρμπα-Γιάννης την πάτησε. Πετάει το τσιγάρο, βλαστημάει μέσα από τα δόντια του και φωνάζει στον εργοδότη του να φύγουν για το χωριό. Εκεί, στον καφενέ της πλατείας, ο δάσκαλος, που είναι και γραμματιζούμενος, δε χρειάζεται να προχωρήσει σε αυτοψία για να βγάλει το πόρισμα: ναός του 4ου αιώνα, λέει, καθότι τα ίδια βρήκε και ο Μήτρος ο μπακάλης και ήρθε η Αρχαιολογική Υπηρεσία και εξήγησε ότι υπάρχουν πολλά αρχαία εδώ γύρω. Ο μπαρμπα-Γιάννης, ρουφάει μια γουλιά από το βαρύ γλυκό, χαϊδεύει τη φούντα απο το κομπολόι και διερωτάται: «και τώρα τι γίνεται, δάσκαλε»; «Τι να γίνει», απαντά ο σοφός του χωριού, «στάνη δεν μπορείς να κάμεις – και θα σου πάρουν και το χωράφι, αλλά θα σε πληρώσουν». «Και τι να τα κάνω τα λεφτά», εξίσταται ο Τραμπάκουλας, «εγώ το χωράφι μου θέλω και να φτιάξω την στάνη μου. Δικό μου δεν είναι το χωράφι που μου άφησε ο μακαρίτης ο θειός μου; Γιατί δεν μπορώ να το κάνω ό,τι θέλω; Αν βρω πετρέλαιο γιατί δηλαδή μπορώ να το αφήσω εκεί που είναι, αλλά αν βρω αρχαία όχι»;

Ο κ. Νεοπλουτίδης κατεβαίνει από το αεροπλάνο με έναν κόμπο στο στομάχι. Ποτέ δεν του άρεσαν τα μεγάλα ταξίδια, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν χειρότερα. Η σύζυγός του επέμενε πως ήταν ανήκουστο για μία κυρία της κοινωνικής της θέσης να μην έχει έναν πίνακα διάσημου ζωγράφου. Η μόνη τέχνη που εκτιμά ο ίδιος είναι αυτή που υπηρετεί η Άντζελα Δημητρίου, αλλά όταν μαθεύτηκε ότι ένας πίνακας του Van Gogh έβγαινε σε δημοπρασία υπέκυψε στη γκρίνια και πέταξε για Νέα Υόρκη. Ευτυχώς που κατάφερε να αλλάξει το εισιτήριό του και να επιστρέψει μία μέρα νωρίτερα. Με αυτές τις σκέψεις κατεβαίνει από το ταξί ακολουθούμενος από τον υπάλληλο της εταιρίας που ανέλαβε την μεταφορά του πίνακα. Λίγο πριν μπει στο σπίτι, βγάζει τον πίνακα από την συσκευασία του και μπαίνει θριαμβευτικά στο σαλόνι αναλογιζόμενος τη χαρά και την έκπληξη της συζύγου του. Μόνο τότε αντιλαμβάνεται γιατί εκείνη αρνήθηκε ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη και προτίμησε να μείνει στην Αθήνα. Οργισμένος τόσο από το θέαμα της κ. Νεοπλουτίδου στην αγκαλιά του εραστή της όσο και από την αφέλειά του που τον οδήγησε σε μία τόσο ακριβή αγορά για χάρη της άπιστης συζύγου του, αρπάζει ένα χαρτοκόπτη με σκοπό να τεμαχίσει το αριστούργημα. Τότε, ο φιλότεχνος εραστής εγκαταλείπει την σύντροφό του στην αμαρτία και αφοπλίζει τον άξεστο Νεοπλουτίδη. «Συγκρατηθείτε», αναφωνεί, «δεν καταλαβαίνετε πως θα καταστρέψετε έναν Van Gogh;». «Ασε με, κάθαρμα», ουρλιάζει ο απατημένος σύζυγος, «δικός μου είναι ο πίνακας και ό,τι θέλω τον κάνω».

Το ερώτημα είναι προφανές: καλώς ή κακώς η Αρχαιολογική Υπηρεσία, στην πρώτη περίπτωση, και ο εραστής της κ. Νεοπλουτίδου στη δεύτερη, εμποδίζουν τον Τραμπάκουλα και το Νεοπλουτίδη να κάνουν ό,τι νομίζουν για την περιουσία τους; Σίγουρα, οι δύο αυτοί άνθρωποι έχουν νομίμως αποκτήσει το χωράφι και τον πίνακα αντιστοίχως και έχουν, κατ΄ αρχήν, το δικαίωμα να τα μεταχειρισθούν όπως επιθυμούν. Ο υπολογιστής που έχω μπροστά μου είναι δικός μου και μπορώ να τον πετάξω από το παράθυρο αν μου κάνει κέφι. Γιατί να μην κάνω το ίδιο και με έναν πολύτιμο πίνακα; Γιατί να μην κάνω το ίδιο και με τα αρχαία ερείπια που βρήκα στον κήπο μου;

Ο βασικός λόγος για τον οποίο νομίζω πως καλώς εμποδίζονται οι ιδιοκτήτες των παραδειγμάτων μας έχει να κάνει με την πεποίθησή μου ότι η τέχνη δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο ιδιοκτησίας όπως ένας υπολογιστής ή ένα αυτοκίνητο. Αυτό δεν προκύπτει από κάποιο τυχόν δικαίωμα όλων ημών στην τέχνη, διότι, ακόμα κι αν υπάρχει τέτοιο δικαίωμα, δεν επεκτείνεται, προφανώς, σε συγκεκριμένα αντικείμενα ή τεχνουργήματα. Εγώ δεν έχω κανένα απολύτως δικαίωμα στον Παρθενώνα ή την «Κραυγή» και δεν μου πέφτει κανένας λόγος για το πως θα τη διαχειρισθούν όσοι έχουν την σχετική ευθύνη ή για το πότε θα μου επιτρέπεται να τα βλέπω. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την αγορά ή την αποθήκευση πινάκων ή αρχαίων ευρημάτων με αποτέλεσμα να μην μπορώ να τα βλέπω και να τα χαίρομαι. Όμως, η αξία της τέχνης δεν εξαρτάται ούτε από το που βρίσκονται τα αριστουργήματά της ούτε από το αν τα βλέπω εγώ ή η κ. Νεοπλουτίδου. Η αξία αυτή επιβάλλει όχι απλά περιορισμούς στο δικαίωμα στην ιδιοκτησία, αλλά την αποβολή των έργων τέχνης από τα γενικώς ισχύοντα περί ιδιοκτησίας. Με Hohfeldian όρους, ο Νεοπλουτίδης έχει την άδεια να κάνει ό,τι θέλει με τον Van Gogh του (και να τον καταστρέψει, αν το προτιμά) ακριβώς επειδή τον έχει αγοράσει και κανείς άλλος δεν έχει δικαίωμα πάνω σε αυτόν τον πίνακα. Δεν έχει, όμως, το δικαίωμα να τον καταστρέψει και, συνεπώς, ο εραστής της συζύγου του δεν έχει την υποχρέωση να μην τον αποτρέψει από την πράξη αυτή. Αυτή είναι μία ιδαιτερότητα που προκύπτει από την αξία της τέχνης – ένα χαρακτηριστικό που λείπει από άλλα αντικείμενα ιδιοκτησίας.

Ο Νεοπλουτίδης, όμως, δεν μπορεί να βλέπει τον πίνακα και θέλει να τον καταστρέψει – δεν του αρκεί να τον πουλήσει για να τον ξεφορτωθεί. Τότε το κράτος καλείται, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, να παρέμβει, όπως παρεμβαίνει και στην περίπτωση του αρχαιοελληνικού ναού στο χωράφι του Τραμπάκουλα και να αφαιρέσει τον πίνακα αποζημιώνοντας ταυτόχρονα τον ιδιοκτήτη του. Αν είναι κανείς ικανοποιημένος με αυτή τη λύση, έχει ένα ακόμα πρόβλημα στο πιάτο του: τι θα γίνει στην περίπτωση που κάποιος αγοράζει ένα έργο τέχνης με σκοπό να το καταστρέψει; Εν προκειμένω, ο άνθρωπος αυτός έχει ξοδέψει τα χρήματά του με την προσδοκία ότι θα μπορεί να καταστρέψει το αντικείμενο που θα αγοράσει. Αυτή η προσδοκία του καθιστά δυσχερέστερη τη δικαιολόγηση της αρπαγής του έργου – έστω και συνοδευόμενης από ικανή αποζημίωση. Στο δικό μου το μυαλό αυτή η δυσκολία μπορεί να ξεπερασθεί μόνο με έναν τρόπο: πριν την πώληση κάθε έργου τέχνης ο υποψήφιος αγοραστής θα ενημερώνεται για το ιδιότυπο αυτό καθεστώς ιδιοκτησίας που δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα καταστροφής του εν λόγω αντικειμένου.

Τράβα φίλε, αν είσαι άντρας…

27 Απριλίου 2007


Σκόπευα να περιμένω να καταλαγιάσουν οι φωνές και οι καυγάδες σχτικά με το θλιβερό περιστατικό στο Virginia Tech και στην συνέχεια να γράψω δύο λόγια για την οπλοκατοχή. Το άρθρο, όμως, του Αρ. Χατζή στον «Τύπο της Κυριακής» (αναδημοσιευμένο εδώ) με αναγκάζει να επισπεύσω την παρέμβασή μου. Σε ό,τι ακολουθεί προσπαθώ να συγκεντρώσω τα βασικά επιχειρήματα υπέρ της οπλοκατοχής και να διασαφήσω ορισμένα ζητήματα που θεωρώ ενδιαφέροντα.

Η πρώτη κατηγορία επιχειρημάτων θα μπορούσε να έχει τίτλο «τα όπλα σώζουν ζωές». Λέγεται, δηλαδή, ότι όσο ευκολότερη είναι η πρόσβαση στα όπλα τόσο λιγότερο κινδυνεύει κανείς να σκοτωθεί από ένα από αυτά. Δεν είμαι σε θέση να αμφισβητήσω τις επικλήσεις σε στατιστικές που «αποδεικνύουν» ότι σε χώρες στις οποίες τα όπλα είναι ελεύθερα η εγκληματικότητα είναι χαμηλή ή, έστω, χαμηλότερη σε σύγκριση με χώρες με το αντίθετο καθεστώς. Μπορώ, όμως, να αμφισβητήσω δύο πράγματα: α) ότι οι παραπομπές στις περιπτώσεις των Η.Π.Α (οπλοκατοχή ελεύθερη) και Μ. Βρετανίας (οπλοκατοχή απαγορευμένη) είναι ατυχείς, καθώς το κατ’ εξοχήν έγκλημα που σχετίζεται με την οπλοκατοχή (δολοφονία) παραμένει σπανιότερο στη δεύτερη και η χρήση όπλων για την απειλή ή άσκηση βίας κατά τη διάπραξη άλλων εγκλημάτων δεν είναι απαραιτήτως ενδεικτική της υπεροχής της μίας ή της άλλης πολιτικής και β) ότι δεν είναι θεμιτό να γίνονται απλοϊκές συγκρίσεις ανάμεσα στο «πριν» και το «μετά» την απαγόρευση οπλοκατοχής, καθώς τίποτα δεν μας εγγυάται ότι αυτός είναι ο καθοριστικός λόγος για την όποια αλλαγή (προς οποιαδήποτε κατεύθυνση). Απλά, αυτά τα «πειράματα» δεν είναι ασφαλή.

Λέγεται, ακόμα, ότι είναι απείρως ευκολότερο –και πιθανότερο- να σκοτωθεί κανείς (ειδικά ένα παιδί) εξαιτίας ενός ατυχήματος στην πισίνα του σπιτιού του παρά από πυροβόλο όπλο. Μήπως θα έπρεπε να απαγορεύσουμε και τις πισίνες καθώς και οτιδήποτε επικίνδυνο για τα παιδιά; Κατ’ αρχάς, είναι κάτι περισσότερο από προφανές, νομίζω, ότι εδώ συγκρίνουμε μήλα με πορτοκάλια και αυτό γιατι: 1) η πρόσβαση στην πισίνα ενός σπιτιού είναι απείρως ευχερέστερη από την πρόσβαση στα «όπλα του σπιτιού», 2) τα σπίτια που έχουν πισίνα ανήκουν κατ’ εξοχήν σε αστούς και μεγαλοαστούς που διαθέτουν την στοιχειώδη παιδεία να απομακρύνουν τα όπλα από τα παιδιά – ένας αγρότης στο Tennessee που αφήνει το όπλο στο περβάζι μέχρι να παρκάρει το τρακτέρ ή ένας υπάλληλος ταχυφαγείου στη Ν. Υόρκη που γυρίζει μεθυσμένος από τη δουλειά και παίζει με το όπλο είναι οι άνθρωποι που συνήθως χάνουν τα παιδιά τους σε τέτοια ατυχήματα και 3) ο μέσος λογικός άνθρωπος ενθαρρύνει το παιδί του να παίξει στην πισίνα αλλά το αποτρέπει με κάθε τρόπο από το να πλησιάσει το συρτάρι με το όπλο – οι πιθανότητες να ακουμπήσει το παιδί το όπλο (πολλώ δε μάλλον να το βρει γεμάτο και να πυροβολήσει) είναι ανυπολόγιστα λιγότερες. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι, όντως, οι πισίνες είναι πολύ επικίνδυνες –πιο επικίνδυνες από τα όπλα. Το συμπέρασμα δε θα ήταν ότι θα έπρεπε να είναι ελεύθερη η οπλοκατοχή αλλά μάλλον ότι θα έπρεπε κάτι να κάνουμε για τις πισίνες! Επιπροσθέτως, υπάρχει προφανής και ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε κάτι που είναι προορισμένο εκ κατασκευής (και σύλληψης!) να σκοτώνει και κάτι που προσφέρει άλλες υπηρεσίες αλλά μπορεί και να σκοτώσει. Μπορεί να υπάρχουν χιλιάδες λόγοι για να διακινδυνεύουμε την κατοχή του δευτέρου αλλά κανένας λόγος πλην της χρήσης ή της απειλής χρήσης του για τον τερματισμό μίας ζωής για την κατοχή του πρώτου. Ένα στυλό μπορεί να τυφλώσει, αλλά δημιουργήθηκε και υπάρχει για να γράφει. Ένα όπλο μπορεί μόνο να σκοτώσει – άντε και να σε βοηθήσει να ξύσεις το κεφάλι σου αν είσαι ο αστυνόμος Μπέκας. Συνεπώς, όσοι το αγοράζουν το κάνουν για να σκοτώσουν με αυτό, «αν χρειαστεί». Το πότε «χρειάζεται» διαφέρει σημαντικά ανάλογα με το αν ο κάτοχός του είναι ο φοβισμένος γείτονάς μας ή ο David Berkowitz.

Από την άλλη, υποστηρίζεται από αρκετούς ότι ένας άνθρωπος με όπλο μπορεί να υπερασπισθεί καλύτερα τον εαυτό του απέναντι σε έναν άλλο οπλοφόρο και ότι οι εγκληματίες φοβούνται περισσότερο τον οπλοφορούντα πολίτη παρά τον αστυνομικό. Το πραγματικό ερώτημα, βέβαια, είναι πώς ακριβώς αντιδρά ένας φοβισμένος και οπλισμένος εγκληματίας. Το βάζει στα πόδια; Μειώνει την εγκληματική του δράση; Θα μου επιτρέψετε να αμφιβάλω. Ο φοβισμένος και οπλισμένος εγκληματίας είναι περισσότερο νευρικός, περισσότερο αποφασισμένος να πατήσει την σκανδάλη και περισσότερο διατεθειμένος να σκοτώσει – αφού «αν δεν τον φάει πρώτος θα το κάνει ο άλλος». Και ο πολίτης; Βρίσκεται, πράγματι, σε καλύτερη θέση ο αμυνόμενος πολίτης; Ασφαλώς όχι, αφού, ακόμα και οι λίγοι που θα αποφάσιζαν να πυροβολήσουν δύσκολα θα βγουν νικητές από το πιστολίδι απέναντι σε έναν επαγγελματία πιστολά ή ψυχασθενή «Ράμπο», ενώ οι περισσότεροι δε θα πυροβολούσαν καν – αλλά θα υπέφεραν τις συνέπειες της γνώσης του αντιπάλου τους ότι μπορεί να το κάνουν. Σε τελική ανάλυση, δεν ισχύει εδώ το «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη» κατά τα πρότυπα του nuclear deterrent της δεκαετίας του ’80. Ceteris paribus, ελεύθερη οπλοκατοχή σημαίνει περισσότερα όπλα στα χέρια των ανθρώπων και περισσότερα όπλα επιφέρουν περισσότερους πυροβολισμούς. Το τι επιφέρουν οι περισσότεροι πυροβολισμοί θα έπρεπε να είναι προφανές…

Η δεύτερη κατηγορία επιχειρημάτων περιστρέφεται γύρω από το δικαίωμα στην αυτοάμυνα. Το εν λόγω δικαίωμα είναι,φυσικά, προφανές και αδιαμφισβήτητο: όλοι έχουμε δικαίωμα να αποκρούσουμε άδικες επιθέσεις εναντίον όχι μόνο της φυσικής αλλά και της ηθικής μας υπόστασης. Όταν, λοιπόν, οι κακοποιοί βρίσκουν όπλα ούτως ή άλλως, γιατί να μην έχουμε κι εμείς πρόσβαση στο ίδιο μέσο για να αμυνθούμε; Πριν από οτιδήποτε άλλο, το δικαίωμα στην άμυνα δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέσα ή συγκεκριμένες μεθόδους. Αν ο Lucky Luke μπορεί να πετύχει τον «κόκκορα» του όπλου του αντιπάλου του και να τον αφοπλίσει ανώδυνα, δεν είναι υποχρεωμένος να το προσπαθήσει ακόμα και όταν τον έχουν περικυκλώσει 20 άτομα με αυτόματα όπλα. Ομοίως, αν εγώ χρειάζομαι αντιαρματικό για να αποκρούσω την επίθεση ενός ναρκομανούς με μαχαίρι, δε δικαιούμαι αυτόματα να αγοράσω το εν λόγω σωτήριο για μένα αξεσουάρ. Σήμερα, μπορεί κανείς, ούτε λίγο ούτε πολύ, να αγοράσει οτιδήποτε παράνομα, από τανκ μέχρι μαχητικό αεροπλάνο. Συνεπάγεται αυτό το δικαίωμά μου να τοποθετήσω νάρκες στον κήπο μου γιατί μπορεί κάποιος κακοποιός να προσπαθήσει να διαρρήξει το σπίτι μου με θωρακισμένο όχημα; Υπάρχουν κάποια δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος στην αυτοδικία, τα οποία έχουμε παραχωρήσει στο «κράτος» υπό οποιαδήποτε έννοια, για να μπορούμε να ζούμε όλοι μαζί. Η παραχώρηση της ρύθμισης της οπλοκατοχής (που δεν συνιστά δικαίωμα αλλά έχει επιπτώσεις στην άσκηση του δικαίωματός μας στην άμυνα) δεν συνεπάγεται την υποχρέωση του κράτους να μας παραχωρεί όπλα, όποτε δεν τα καταφέρνει καλά στην υπεράσπισή μας απέναντι στους οπλοφόρους, αλλά να μειώσει στο ελάχιστο το παράνομο εμπόριο όπλων. Πιθανότατα,κάποιοι κακοποιοί θα εξακολουθούν να βρίσκουν όπλα και να τα χρησιμοποιούν. Είναι προτιμότερο, όμως, να εκπλησσόμεθα δυσάρεστα όταν μαθαίνουμε ότι κάποιος πυροβολήθηκε, παρά να μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κάποιος δεν έχει όπλο. Αν πρέπει να επιλέξω ανάμεσα σε έναν κόσμο στον οποίο θα είμαι εντελώς ανυποψίαστος όταν (παρά την μικρή στατιστική πιθανότητα) αντιμετωπίσω ένα όπλο και έναν στον οποίο θα νιώθω χιλιάδες όπλα να με σημαδεύουν όταν βγαίνω από το σπίτι μου, προτιμώ τον πρώτο. Ακόμα και όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, φοβόμαστε να κυκλοφορήσουμε το βράδυ σε ορισμένες γειτονιές ή να τα βάλουμε με έναν μπράβο νυχτερινού κέντρου. Όταν, όμως, θα ξέρουμε ότι ο καθένας μπορεί να έχει όπλο, θα φοβόμαστε να λογομαχήσουμε με τον κάφρο που παραβίασε το φωτεινό σηματοδότη και μας τράκαρε ή να αφήσουμε το παιδί μας να μαζέψει την μπάλα του από τον κήπο του γείτονα. Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είτε δεν μπορούν είτε δε θέλουν να αγοράσουν όπλο. Για εκείνους η ζωή θα είναι πραγματικά εφιαλτική ανάμεσα σε χιλιάδες πιστολάδες έτοιμους να μετρηθούν στο ηλιοβασίλεμα – και δε θα αλλάζουν πολλά ανάλογα με το πόσοι από αυτούς θα είναι Lucky Luke και πόσοι Joe Dalton. Ας αφήσουμε την άμυνά μας στις κάμερες, τους ανιχνευτές και τις περιπολίες και τα όπλα στους εγκληματίες. Δεν υπάρχει ούτε ένας καλός λόγος –πρακτικός ή ηθικός- για το ελεύθερο της οπλοκατοχής.

Μονόπρακτο περί ανθρωποφαγίας

11 Απριλίου 2007

Dramatis personae

Φύλαρχος

Φιλόσοφος

Ιεραπόστολος

Άρχων Μάγειρος (βωβό πρόσωπο)

Συνιστολόγος

Χορός βαρβάρων

Κάπου στο τροπικό δάσος. Ακούγονται μακρινοί βρυχηθμοί λιονταριών και κοντινοί μυκηθμοί βουβαλιών. Σε ένα ξέφωτο μία ομάδα βαρβάρων ετοιμάζεται να μαγειρέψῃ έναν γαλήνιο Ιεραπόστολο: κάποιος καθαρίζῃ κρεμμύδια, άλλος τρίβῃ το πιπέρι, τρίτος ακονίζῃ την ματσέτα της σφαγής. Κάπως απομεμακρυσμένοι από τον όχλο διαλέγονται περιπατητικώς ο Φύλαρχος με τον Φιλόσοφο.

Φύλαρχος: Πες μου, ω Φιλόσοφε, γιατί δεν θα έπρεπε να φάω αυτόν τον Ιεραπόστολο, που μοιάζει, μα τον Δία, τόσο νόστιμος μέσα στα ράσα του, τόσο λαχταριστός με τα κόκκινα μαγουλάκια του, τόσο καλοθρεμμένος και τόσο λιπαρός; Μόλις μου τον έστειλαν από το εκλεκτό Εκτροφείο Ιεραποστόλων μας, που υπάγεται στην Διεύθυνση Ανθρώπινης Πανίδας του Βασιλικού Υπουργείου Εδεσμάτων και Ποτών, που εποπτεύεται από την Ανεξάρτητη Αρχή Ελέγχου της Βασιλικής Τραπέζης, όπως συμβαίνει σε όλα τα ευνομούμενα κράτη της μετανεωτερικότητας.

Φιλόσοφος: (με στόμφο και ζωηρότητα) Σεπτέ Φύλαρχε, ο Ιεραπόστολος αυτός δεν είναι ένας απλός τσιπουρομεζές, αλλά συνάνθρωπος με δική του προσωπικότητα, με αιώνιο και απαράγραπτο δικαίωμα στην ζωή, με αυτοτελή και ανεπανάληπτη αξιοπρέπεια. Ακόμη και σε μας, όπου δεν υπάρει γραπτό δίκαιο, αλλά νόμος είναι η πάνσοφη προσταγή σου, ω Φύλαρχε, σθένουν πολύ περισσότερο τα άγραπτα και ασφαλή νόμιμα των θεών μας, που, σε αρμονία πάντοτε με τις σχετικές διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκης Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και με τις γενικές αρχές του δικαίου των πεπολιτισμένων εθνών, εις τα οποία ασφαλώς ανήκομεν, επιτάσσουν ως κριτήριο ορθοπραξίας την καθολικευσιμότητα του γνώμονα των πράξεών μας και σε κάθε περίπτωση την αποφυγή της υποβάθμισης του πλησίον μας αποκλειστικώς σε μέσον προς ικανοποίηση σκοπού, γαστρονομικού στην προκειμένη περίπτωση.

Χορός βαρβάρων: (προς το κοινό, χάριν αποστασιοποιήσεως) Άσε που θα συγχυστῄ και ο Νικόλας του Θεωρείν!

Φύλαρχος: (με ελαφρά δυσφορία λόγῳ της εντεινόμενης πείνας) Καλά και άγια τα λες, ω Φιλόσοφε, και δεν πήγαν χαμένες οι δαψιλείς κρατικές υποτροφίες στις Οξφόρδες και στα άλλα posh ιερά της κωπηλασίας. Απάντησέ μου όμως στο εξής: ο Ιεραπόστολος είχε την τύχη να ζήσῃ μια ανειμένη και πλήρη ζωή, χωρίς έγνοιες και φροντίδες, χωρίς ταπεινές ασχολίες και αγωνία για το μέλλον, χωρίς συγγραφή εργασιών και πιεστικούς επιβλέποντες. Γνώρισε μόνο το ιλαρό Εκτροφείο, αυτό νόμιζε ότι ήταν όλος ο κόσμος, αγνοούσε την, ομολογουμένως ανησυχητική, μοίρα που τον περίμενε, είχε τις κατά το δυνατόν μεγαλύτερες απολαύσεις, εξετράφη με τις εκλεκτώτερες ανθρωποτροφές, συναναστρεφόταν ανέμελα τους άλλους Ιεραποστόλους. Και το κυριώτερο: του δόθηκε η μεγάλη χάρη να ζήσῃ∙ η ζωή αυτή καθ’ αυτήν ήταν το μεγαλύτερο ευεργέτημα που θα μπορούσε να του δοθῄ, γιατί αν δεν υπήρχα εγώ σήμερα για να τον καταβροχθίσω, δεν θα είχε υπάρξει ούτε εκείνος! Ας ακούσουμε όμως και τον εύγευστο προσκεκλημένο μας.

Ιεραπόστολος: (χωρίς έντονες κινήσεις, με σταθερό λόγο και ανθυπομειδίαμα) Είναι τραγική η ώρα αυτή για μένα, αλλά και γαλήνια συνάμα. Τώρα βλέπω καθαρά ό,τι δεν μπορούσα να διακρίνω μέσα στην τρυφή του πολυτελούς Εκτροφείου: ήρθα στην ζωή για κάποιο σκοπό, την εκουσία θυσία χάριν των βαρβάρων πλησίον μου, και εκπληρώνοντας τον σκοπό αυτό βρίσκει η ύπαρξή μου δικαίωση. Άθελά του ο Φύλαρχος βοηθεί στην ευόδωση του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, υπηρετεί την εντελέχεια της ουσίας μου, γινόμενος και αυτός όργανο της Πρόνοιας, χωρίς να το ξέρῃ μέσα στην πεινασμένη τυφλότητά του. Εγώ πεθαίνω τσιγαρισμένος και μαγειρεμένος, αλλά ο θάνατός μου θα φέρῃ πολύ καρπό σε αυτές τις άδολες βάρβαρες ψυχές!

Φύλαρχος: (θριαμβευτικά και απορημένα) Είναι προφανές πλέον ότι και ο τερψιλαρύγγιος Ιεραπόστολος συναινεί. Και το τελευταίο ηθικό κώλυμα έχει πλέον υπερνικηθεί. (προς τον Άρχοντα Μάγειρο, μεγαλοφώνως) Νυν αποσφάττοις τον Ιεραπόστολο, Άρχον Μάγειρε!

Φιλόσοφος: (παρρησία και υποψία αυταρέσκειας) Ασθενή μου φαίνονται όλα αυτά τα επιχειρήματα και ετοιμόρροπα. Ναι, έστω ότι δεν θα είχε γεννηθεί ο εύγευστος Ιεραπόστολος. Έστω και ότι συναινεί στην μετατροπή του σε λήμμα εδεσματολογίου. Το πρώτο επιχείρημα είναι απεχθές καθότι συνεπειοκρατικό∙ το δεύτερο ήκιστα επηρεάζει το γεγονός ότι, αφής στιγμής όντως γεννήθηκε στο χαρωπό Εκτροφείο, αφής στιγμής απετέλεσε μια αυθύπαρκτη ηθική μονάδα, υπέχουμε όλοι μας βαρύτατα ηθικά καθήκοντα έναντί του. Εν οις, πρώτο και κύριο, να σεβώμαστε την ζωή του, να μην την βλάπτουμε, να απέχουμε από κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να την διακινδυνεύσῃ.

Χορός βαρβάρων: (μεταξύ τους, χαμηλοφώνως) Σαν να φιλοσοφῄ μετά μαλακίας αυτός εδώ. (προς τον Φύλαρχο, με δισταγμό και ελπίδα) Να ετοιμάσουμε μήπως δύο λεβέτια, ω σεπτέ Φύλαρχε;

Από μηχανής Συνιστολόγος: Αποκαθίσταται η τρωθείσα ηθική τάξις, καθαίρεται το πάθημα της ανθρωποφαγίας, και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα. Ο Φύλαρχος προσηλυτίζεται στην χορτοφαγία, ο Φιλόσοφος διαπρέπει εις τας Οξφόρδας, ο Ιεραπόστολος γίνεται σεφ, ο Άρχων Μάγειρος κείρεται μοναχός, ο χορός των βαρβάρων ψηφίζει Φιλελεύθερη Συμμαχία. Τίτλοι τέλους.